DictionaryForumContacts

   French
Terms for subject Government, administration and public services containing AS | all forms
FrenchGreek
accident survenu dans l'exercice ou à l'occasion de l'exercice des fonctionsατύχημα που έχει επέλθει κατά την άσκηση ή επ' ευκαιρία της ασκήσεως των καθηκόντων του υπαλλήλου
activité à mi-tempsημιαπασχόληση
aides à caractère socialενισχύσεις κοινωνικού χαρακτήρος
assesseur ayant voix consultativeπάρεδρο μέλος με συμβουλευτική ψήφο
assistant de soutien à la directionβοηθός στήριξης διευθύνσεως
astreinte sur le lieu de travail ou à domicileυπηρεσία ετοιμότητας στον τόπο εργασίας ή κατ' οίκον
Autorité habilitée à conclure les contrats d'engagementΑρχή Αρμόδια για τη Σύναψη Συμβάσεων πρόσληψης
avoir une compétence de pleine juridiction pour statuer sur les litigesέχω πλήρη δικαιοδοσία σε διαφορές
avoir voix délibérativeέχω δικαίωμα ψήφου
catégorie A : fonctions de direction, de conception et d'étude, nécessitant des connaissances de niveau universitaireΚατηγορία Α : Διοικητικά, εισηγητικά και επιστημονικά καθήκοντα που απαιτούν γνώσεις πανεπιστημιακού επιπέδου
comité paritaire pour les actions sociales en faveur des fonctionnaires et agents en service à ...Επιτροπή Ισης Εκπροσώπησης για τις Κοινωνικές Δράσεις υπέρ των Υπαλλήλων που υπηρετούν σε...
concours interne à l'institutionεσωτερικός διαγωνισμός
conserver les droits à l'avancementδιατηρώ το δικαίωμα μισθολογικής προαγωγής
Convention relative à la lutte contre la corruption impliquant des fonctionnaires des Communautés européennes ou des Etats membres de l'Union européenneΣύμβαση για την καταπολέμηση της δωροδοκίας στην οποία ενέχονται υπάλληλοι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης
droits à pensionδικαίωμα σύνταξης; συνταξιοδοτικό δικαίωμα
droits à pension susceptibles de réversionμεταβιβάσιμα συνταξιοδοτικά δικαιώματα
déchéance du droit à pensionέκπτωση από το δικαίωμα σύνταξης
faire droit à une demandeκάνω δεκτή αίτηση
l'impôt est perçu par voie de retenue à la sourceο φόρος εισπράττεται με παρακράτηση στην πηγή
logement de fonction à charge de l'institutionυπηρεσιακή κατοικία, τα έξοδα της οποίας βαρύνουν το όργανο
logement de fonction à charge de l'institutionυπηρεσιακή κατοικία τα έξοδα της οποίας βαρύνουν το θεσμικό όργανο
manquement à ses obligations professionnellesπαράλειψη εκπλήρωσης υπηρεσιακού καθήκοντος
manquement à ses obligations professionnellesπαράλειψη των επαγγελματικών υποχρεώσεων
organisme à vocation communautaireοργανισμός κοινοτικού χαρακτήρα
passage à un autre cadreμετάταξη
pension de personne à chargeσύνταξη συντηρούμενου προσώπου
personne assimilée à un enfant à chargeεξομοίωση ενός προσώπου προς συντηρούμενο τέκνο
personne à prévenir en cas d'accidentπρόσωπο που πρέπει να ειδοποιηθεί σε περίπτωση ατυχήματος
rapport sur les aptitudes à s'acquitter des attributions que comportent les fonctionsέκθεση για την ικανότητα του ενδιαφερόμενου να εκπληρώνει τα καθήκοντα που ανάγονται στη θέση του
rente à terme échuάμεση πρόσοδος
règlement à l'amiableφιλικός διακανονισμός
réduction ou suppression du droit à pension d'anciennetéπεριορισμός ή κατάργηση του δικαιώματος σύνταξης λόγω συμπλήρωσης του συντάξιμου χρόνου
secours à caractère socialενισχύσεις κοινωνικού χαρακτήρος
titulaire d'un droit à pensionδικαιούχος συντάξεως
transfert de droits à pensionμεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων
vocation à la promotionδικαίωμα βαθμολογικής προαγωγής
à terme échuδεδουλευμένως
à titre exceptionnelσε εξαιρετικές περιπτώσεις ; κατ'εξαίρεση
être appelé à occuper un emploi par intérimκαλούμαι προσωρινά να ασκήσω καθήκοντα
être candidat à des fonctions publiques électivesείμαι υποψήφιος για αιρετά δημόσια λειτουργήματα
être rémunéré à la journée ou au moisαμείβομαι με την ημέρα ή το μήνα εργασίας