Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Chinese
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Latin
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
Terms
for subject
Immigration and citizenship
containing
πρόσωπο
|
all forms
Greek
English
εκτοπισμένο
πρόσωπο
displaced person
νομίμως εγκατεστημένο
πρόσωπο
lawfully resident
νομίμως κρατούμενο
πρόσωπο
lawfully detained
νομίμως κρατούμενο
πρόσωπο
με σκοπό την αποτροπή παράνομης εισόδου
lawfully detained for the prevention of effecting an unauthorised entry
πρόσωπο
εμπίπτον στην αρμοδιότητα της Υπάτης αρμοστείας των ΗΕ για τους πρόσφυγες
person of concern
πρόσωπο
εμπίπτον στην αρμοδιότητα της Υπάτης αρμοστείας των ΗΕ για τους πρόσφυγες
person of concern to UNHCR
πρόσωπο
που διασχίζει τα σύνορα
person crossing the border
πρόσωπο
που παραβιάζει το καθεστώς
status violator
σοβαρό έγκλημα του κοινού δικαίου διαπραχθέν εκτός της χώρας στην οποία καταφεύγει ένα
πρόσωπο
serious non-political crime outside the country of refuge
Get short URL