DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Municipal planning containing προς | all forms | exact matches only
GreekEnglish
αναρτώμενο ερμάριο χρησιμοποιούμενο προς καλλωπισμόνhanging toilet wall cabinet
αργή ροή του αέρα προς τα έξωair exfiltration
θερμική ισχύς προς διάθεσηheat output capacity to be made available
σύστημα χειρισμού των σημάτων κατά την προσέγγιση προς αυτάapproach control