DictionaryForumContacts

   Dutch
Terms for subject Hobbies and pastimes containing in | all forms | exact matches only
DutchGreek
actie Blauwe vlaggen in Europaεπιχείρηση Γαλάζιες σημαίες στην Ευρώπη
conferentie over toerisme in Oost en West-Europaσυνδιάσκεψη για τον τουρισμό στην Ανατολική και Δυτική Ευρώπη
diameter in gereefde toestandδιάμετρος σειροδετημένης οθόνης
diameter in gereefde toestandδιάμετρος διπλωμένης οθόνης
duiveltje-in-een-doosjeκουτί εκπλήξεων
excursie in schoolverbandεκπαιδευτική εκδρομή
Federatie van Jagersverenigingen in de EEGΟμοσπονδία των Κυνηγετικών Συλλόγων της ΕΟΚ
gedragscode tegen doping in de sportκώδικας συμπεριφοράς για την καταπολέμηση της φαρμακοδιέγερσης στις αθλητικές δραστηριότητες
geprojekteerde oppervlakte in gereefde toestandεπιφάνεια προβολής σειροδετημένου θόλου
grootste middellijn in ontplooide toestandμέγιστη διάμετρος θόλου
in de wind zijnσοβράνο
in de wind zijnπροσήνεμη
in elkaar gedraaide draaglijnenσυνεστραμμένα σχοινιά ανάρτησης
in extenso"εν εκτάσει"
in extenso"εκτεταμένως"
ingesloten volume van het draagdoekεσωτερικός όγκος θόλου
inlaatoppervlakte in gereefde toestandεπιφάνεια σειροδετημένης εισαγωγής
integratie van het cultureel erfgoed in het stedelijk milieuένταξη της πολιτιστικής κληρονομιάς στην αστική χωροταξία
logies in het laagseizoenδιαμονή κατά τη χαμηλή τουριστική περίοδο
logies in het laagseizoenδιαμονή εκτός περιόδου τουριστικής αιχμής
openingskracht in gereefde toestandδύναμη ανοίγματος σειροδέτησης
pleister in het stabilisatiegatενισχυτικό επίρραμα αεραγωγού
recreatieleider in vakantiecentraυπεύθυνος ψυχαγωγίας των κέντρων διακοπών
studiedag toerisme in het buitenstedelijk gebiedημερίδα συνάντησης με θέμα τον αγροτικό τουρισμό
tijdelijk werkgelegenheid in het hoogseizoenπροσωρινή θέση απασχόλησης κατά τις περιόδους τουριστικής αιχμής
totale oppervlakte van de openingen in het draagdoekεμβαδόν ανοικτού θόλου
verblijf in een buitencentrumδιαμονή σε αγροτικό κατάλυμα
verblijf in hotelδιαμονή σε ξενοδοχείο
vervoer in gesloten rondrittenταξίδια κλειστών θυρών 2) περιήγηση "κεκλεισμένων των θυρών"
werkgelegenheid in het laagseizoenθέση απασχόλησης εκτός περιόδων τουριστικής αιχμής