DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Social science containing τμήμα | all forms
GreekGerman
Ειδικευμένο Τμήμα για την Κοινωνική Ασφάλιση των Διακινουμένων ΕργαζομένωνSonderabteilung für die soziale Sicherheit der Wanderarbeitnehmer
΄Ενωση Ασφαλίσεων Ατυχημάτων, Γεωργικό και Δασικό ΤμήμαUnfallversicherungsanstalt, land- und forstwirtschaftliche Abteilung
΄Ενωση Ασφαλίσεως Ατυχημάτων, Βιομηχανικό ΤμήμαUnfallversicherungsanstalt, gewerbliche Abteilung
Τμήμα Αγγλικής ΜετάφρασηςAbteilung Englische Übersetzung
Τμήμα Εκκαθαρίσεων συντάξεωνAmt für Rentenzahlungen
Τμήμα επαγγελματικής κατάρτισης και προσανατολισμού σε θέματα σταδιοδρομίαςAbteilung Berufliche Bildung und Laufbahnberatung
τμήμα κοινωνικών, οικογενειακών, εκπαιδευτικών και πολιτιστικών θεμάτωνFachgruppe Sozial- und Familienfragen
Τμήμα Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού ΤαμείουAbteilung für Angelegenheiten des Europäischen Sozialfonds
Υπηρεσία Κοινωνικών Ασφαλίσεων της Στοκχόλμης, τμήμα αλλοδαπώνSozialversicherungsanstalt Stockholm, Auslandsabteilung
Υπηρεσία Κοινωνικών Ασφαλίσεων της Στοκχόλμης, τμήμα αλλοδαπώνSozialversicherungsanstalt Stockholm, Abteilung Ausland
Υπηρεσία Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Gφteborg, τμήμα ναυτικώνSozialversicherungsanstalt Göteborg, Abteilung Seeleute