DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Social science containing ανικανότητα προς εργασία | all forms | in specified order only
GreekEnglish
ανικανότητα προς εργασίαincapacity to work
επίδομα προσωπικής και συνεχούς βοήθειας στους συνταξιούχους λόγω ανικανότητας προς εργασίαmonthly allowance for continuous personal assistance for those receiving pensions for incapacity for work
μη αναγνώριση ανικανότητας προς εργασίαnon-recognition of incapacity for work
σύνταξη πλήρους ανικανότητας προς εργασίαpension for total incapacity for work
χρηματικές παροχές λόγω ανικανότητας προς εργασίαcash benefit for incapacity for work