DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Social science containing term | all forms | exact matches only
EnglishGreek
Closed Long-Term Benefits Schemeκλειστό σύστημα μακροπρόθεσμων παροχών
Committee set up to implement the medium-term programme on equal opportunities for men and womenΕπιτροπή για την εφαρμογή του μεσοπρόθεσμου προγράμματος για την ισότητα των ευκαιριών μεταξύ ανδρών και γυναικών 1996-2000
European Community Action Programme for the Long-term UnemployedΠρόγραμμα δράσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας υπέρ των από μακρού χρόνου ανέργων
European Community action programme for the long term unemployedπρόγραμμα δράσης υπέρ των μακροχρόνια ανέργων
fixed-term contract workerεργαζόμενος ορισμένου χρόνου
fixed-term workεργασία ορισμένου χρόνου
fixed-term workerεργαζόμενος ορισμένου χρόνου
long-term careμακροχρόνια φροντίδα
long-term careμακροχρόνια περίθαλψη
long-term unemployedμακροχρόνια άνεργος
long-term unemployedμακροχρονίως άνεργος
long-term unemploymentανεργία μακράς διάρκειας
Medium-term Community action programme concerning the economic and social integration of the economically and socially less privileged groups in societyΜεσοπρόθεσμο πρόγραμμα Κοινοτικής δράσης για την οικονομική και κοινωνική ένταξη των λιγότερο ευνοημένων κοινωνικών ομάδων
Medium-term Community action programme to combat social exclusion and promote solidarityΜεσοπρόθεσμο πρόγραμμα κοινοτικής δράσης για την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού και την προώθηση της αλληλεγγύης
medium-term programme on equal opportunitiesμεσοπρόθεσμο πρόγραμμα για την ισότητα ευκαιριών
medium-term social programmeμεσοπρόθεσμο κοινωνικό πρόγραμμα
Open Long-Term Benefits Schemeανοικτό σύστημα μακροπρόθεσμων παροχών
short-term forecastβραχυχρόνια πρόβλεψη
short-term workerεργαζόμενος μικρής διάρκειας