DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Social science containing part | all forms | exact matches only
EnglishGreek
Convention concerning Part-Time WorkΣύμβαση για τη μερική απασχόληση
Framework Agreement on part-time workΣυμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης
inactive part of on-call timeανενεργή περίοδος του χρόνου εφημερίας
part time careμερική φροντίδα
part time careμερική μέριμνα
part-time workεργασία με μειωμένο ωράριο
Part-Time Work Convention, 1994Σύμβαση για τη μερική απασχόληση
unexplained part of the pay gapανεξήγητο μέρος της μισθολογικής διαφοράς
voluntary part-time workεθελοντική εργασία κατά μερική απασχόληση