DictionaryForumContacts

   Swedish
Terms for subject Social science containing Pa | all forms
SwedishGreek
arbetsplats nivåer över mark- eller golvplanεξοπλισμός εργασίας σε ύψος
brist kompetensελλείψεις δεξιοτήτων
brist kvalificerad arbetskraftέλλειψη δεξιοτήτων
brist närhet till medborgarnaσε απόσταση από τους πολίτες
hälsofrämjande åtgärder arbetsplatsenπροαγωγή της υγείας στο χώρο της εργασίας' προώθηση της υγείας στο χώρο της εργασίας
industriregion tillbakagångβιομηχανική περιοχή σε παρακμή' βιομηχανική περιφέρεια που φθίνει
institution bosättningsortφορέας του τόπου κατοικίας
institution vistelseortφορέας του τόπου διαμονής
konventionen om sjömäns arbetstid och bemanningen fartygΣύμβαση για τις ώρες εργασίας των ναυτικών και την επάνδρωση των πλοίων
näringsgren inriktad språkγλωσσική βιομηχανία
näringsgren inriktad språkβιομηχανία της γλώσσας
offentliga utgifter narkotikaområdetδημόσιες δαπάνες που σχετίζονται με τα ναρκωτικά
rådgivande expertgruppen hög nivå för frågor rörande integrationen i samhället av etniska minoriteter och deras deltagande fullt ut på arbetsmarknadenΥψηλού επιπέδου συμβουλευτική ομάδα εμπειρογνωμόνων σχετικά με την κοινωνική ένταξη των εθνοτικών μειονοτήτων και την πλήρη συμμετοχή τους στην αγορά εργασίας
sexuella trakasserier arbetsplatsenσεξουαλικός εκβιασμός στο χώρο εργασίας
sexuella trakasserier arbetsplatsenσεξουαλικές ενοχλήσεις στο χώρο εργασίας
socialklasser landsbygdenκοινωνικές τάξεις αγροτικών περιοχών
tillgång arbetskraftπροσφορά εργατικού δυναμικού
underlätta inträde och återinträde arbetsmarknadenδιευκολύνω την επαγγελματική ένταξη και επανένταξη στην αγορά της εργασίας
åtgärder för att förbättra säkerhet och hälsa arbetsplatsen för arbetstagare som är gravida, nyligen har fött barn eller ammarβελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, των λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων