DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Earth sciences containing ποσότητα | all forms
GreekSpanish
αποδέσμευση πρόσθετης ποσότητας ηλεκτρικού ρεύματοςpérdidas de exceso de corriente
λειτουργία αντλίας χωρίς ή με μειωμένη ποσότητα υγρούfuncionamiento en seco
μέση κατανάλωση πυρήνων στην αντικαθιστουμένη ποσότητα πυρηνικού καυσίμουirradiación de descarga media
ποσότητα αέρα που περνάει ανά μονάδα χρόνουcaudal de aire
ποσότητα σύμφωνα με οδηγίεςπροδιαγραφέςdosificación mezcla de varios elementos
ποσότητα φωτισμούcantidad de iluminación
ποσότητα φωτόςcantidad de luz
συντελεστής ποσότηταςcoeficiente cuantitativo