DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Earth sciences containing μονάδα | all forms
GreekEnglish
απώλεια φορτίου λόγω τριβής ανά μονάδα μήκουςfriction slope
θεμελιώδης μονάδαbase unit
μονάδα έργουunit of work
μονάδα ακουστότηταςunit of loudness
μονάδα διέγερσης/μέτρησηςsource/monitor unit
μονάδα διέγερσης/μέτρησηςstimulus/measurement unit
μονάδα διέγερσης/μέτρησηςsource-measure unit
μονάδα διανομής εντολώνcommand distribution unit
μονάδα ελέγχου έκθεσηςlight dosimeter
μονάδα ελέγχου έκθεσηςlight integrator
μονάδα ελέγχου έκθεσηςexposure control unit
μονάδα ελέγχου ομαλής προσάραξηςsoft lander control unit
μονάδα επεξεργασίας του τριτίουtritium rework unit
μονάδα επιφανειακής εναπόθεσης σε περιβάλλον πλάσματοςplasma surface deposition unit
μονάδα κλιματισμούair conditioning unit
μονάδα μάζας της ύληςunit mass of matter
μονάδα παροχής ισχύοςpower unit
μονάδα παροχής υδραυλικής ισχύοςpower unit
μονάδα πεπιεσμένου αέραair conditioning unit
μονάδα πηγής και μέτρησηςsource/monitor unit
μονάδα πηγής και μέτρησηςstimulus/measurement unit
μονάδα πηγής και μέτρησηςsource-measure unit
μονάδα πηγής/μηνύτοραsource/monitor unit
μονάδα πηγής/μηνύτοραstimulus/measurement unit
μονάδα πηγής/μηνύτοραsource-measure unit
μονάδα υπεριώδους ακτινοβολίαςUV radiation unit
μονάδα φόρτισηςunit load
μονάδα φόρτισηςstress
μονάδα φόρτισηςnominal stress
παράγωγη μονάδα SISI derived unit
παροχή διατηρήσεως κινήσεως προσχωματικών υλικών ανά μονάδα πλάτουςdynamic threshold discharge intensity
παροχή ενάρξεως μετακινήσεως ανά μονάδα πλάτουςstatic threshold discharge intensity
ποσότητα αέρα που περνάει ανά μονάδα χρόνουair output
ποσότητα αέρα που περνάει ανά μονάδα χρόνουair flow
συμπληρωματική μονάδα SISI supplementary unit
τριχρωματική μονάδαtrichromatic units
τυπολογική μονάδα εδάφουςsoil typological unit
φορητή ψυκτική μονάδαroll-in refrigerator
ψυκτική μονάδαrefrigerating unit