DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Earth sciences containing εντός | all forms
GreekEnglish
ατμόσφαιρα εντός του προστατευτικού περιβλήματοςcontainment atmosphere
διαξονικός ερπυσμός εντός της πυρηνικής στήληςin-pile biaxial creep
δοκιμή χοάνης εντός αντιδραστήραin-pile crucible qualification
ιονισμός μαγνησίου εντός φλόγαςionisation of magnesium in a flame
παραγωγή τριτίου εντός της πυρηνικής στήληςin-pile tritium extraction
υδαταποθήκευσις εντός υδατορρεύματοςtemporary storage
υδαταποθήκευσις εντός υδατορρεύματοςchannel storage
φακή εντός ψαμμιτώνstonegall