DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Earth sciences containing peak | all forms | exact matches only
EnglishGreek
control rod local peakingτοπικό μέγιστο ροής νετρονίων εξαιτίας ράβδου ρυθμίσεως
decrease in peaking factorμείωσις της ανομοιομορφίας της κατανομής
1 half peak divergenceδιασπορά ημίσεος κορυφής
1 half peak spreadδιασπορά ημίσεος κορυφής
head at the peak point of an unstable H Q curveπιεζομετρικό ύψος που αντιστοιχεί στο υψηλότερο σημείο μιας καμπύλης HQγια μια αντλία
one half peak divergenceδιασπορά ημίσεος κορυφής
one half peak spreadδιασπορά ημίσεος κορυφής
one tenth peak divergenceδιασπορά ενός δεκάτου κορυφής
one tenth peak spreadδιασπορά ενός δεκάτου κορυφής
peak amplitude of an elementary echoπλάτος κορυφής στοιχειώδους ηχούς
peak cladding temperatureαιχμή θερμοκρασίας περιβλήματος
peak currentρεύμα κορυφής
peak-fitting methodμέθοδος που λαμβάνει ως βάση την αιχμή
peak nucleate boiling heat fluxμέγιστη θερμική ροή βρασμού με σχηματισμό φυσαλίδων
peak of the hysteresis curve or the magnetsάριστο σημείο της καμπύλης υστέρησης μαγνήτη
peak particle displacementμέγιστη μετατόπιση σωματιδίου
peak particle velocityμέγιστη ταχύτητα σωματιδίου
peak point flowrateρυθμός ροής που αντιστοιχεί στο κορυφαίο σημείο μιας HQκαμπύλης μιας αντλίας
peak pressureαιχμή πιέσεως
peak pulse powerισχύς κορυφής παλμού
peak-shavingκάλυψη απαιτήσεων αιχμής
peak shavingκάλυψη απαιτήσεων αιχμής
peak sound levelηχητική στάθμη κορυφής
peak sound levelζυγισμένη στάθμη κορυφής
peak to peak displacementδιακόρυφη μετατόπιση
peak weighted sound pressure levelηχητική στάθμη κορυφής
peak weighted sound pressure levelζυγισμένη στάθμη κορυφής
quasi-peak voltmeterβολτόμετρο οιονεί κορυφοτιμής
quasi-peak voltmeterβολτόμετρο ημιμέγιστων
1 tenth peak divergenceδιασπορά ενός δεκάτου κορυφής
1 tenth peak spreadδιασπορά ενός δεκάτου κορυφής
voltage peakτάση κορυφής