DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Earth sciences containing long | all forms | exact matches only
EnglishGreek
long columnμακρύ υποστύλωμα
long-focus lensφακός μεγάλου εστιακού μήκους
long-lasting frequency stabilityευστάθεια συχνότητας μακράς διαρκείας
long range encounterμακρινή κρούση
long range encounterαλληλεπίδραση μεγάλης εμβέλειας
long range interactionμακρινή κρούση
long range interactionαλληλεπίδραση μεγάλης εμβέλειας
long seismic profile networkδίκτυο μεγάλου μήκους σεισμικών τομών
long term depletion of radioactivityμακροχρόνια εξασθένηση της ραδιενεργείας
long-term disposal of graphiteμακροπρόθεσμη διάθεση του γραφίτη
long-term integrity of buildingsμακροπρόθεσμη ακεραιότητα κτιρίων
long term tectonic stabilityτεκτονική σταθερότητα μακράς διάρκειας
long-term weathering experimentμακροχρόνιο πείραμα έκθεσης στις καιρικές συνθήκες
long time confinementστατικός περιορισμός πλάσματος
long-wave infra-red radiationυπέρυθρη ακτινοβολία μεγάλου μήκους κύματος
long-wave radiationακτινοβολία μεγάλου μήκους κύματος
long-wave ultraviolet radiationυπεριώδης ακτινοβολία μεγάλου μήκους κύματος
long-wave ultraviolet radiationυπεριώδης ακτινοβολία Α
long-wavelength ultraviolet radiationυπεριώδης ακτινοβολία Α
long-wavelength ultraviolet radiationυπεριώδης ακτινοβολία μεγάλου μήκους κύματος
radioisotopes with relatively long half-livesραδιοϊσότοπα με σχετικά μεγάλο χρόνο υποδιπλασιασμού