DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Earth sciences containing limit | all forms | exact matches only
EnglishGreek
aquaplaning limitοριακή ταχύτητα υδροολίσθησης
boundary limitοριακό υπόστρωμα
centre of gravity limitsόρια κέντρου βάρους αεροσκάφους
crushing strength at elastic limitΑντοχή στη συμπίεση στο όριο της ελαστικότητας
departure from nuclear boiling limitπεριθώριο απομακρύνσεως από τον εστιακό βρασμό
dry-out limitόριο ξήρανσης
electrical limitηλεκτρικός αναστολέας
electrical limitηλεκτρικό όριο
explosive limitsόριο εκρηκτικότητας
exponent of the shearing stress limit lawεκθέτης του νόμου του ορίου της διατμητικής τάσης
flow limitπεριορισμός ροής
Kruskal limitόριο του Kruskal
limit gageκαλίμπρα ορίου
limit gaugeκαλίμπρα ορίου
limit of a plasmaόριο πλάσματος
limit switchδιακόπτης τερματικού
limit switchδιακόπτης ασφαλείας
limit switchεπαφή τέλους διαδρομής
limits of errorόρια σφάλματος
liquid limitόριον υγρότητος
lower explosive limitκατώτερο εκρηκτικό όριο
lower plastic limitκατώτατον όριον πλαστικότητος
safe limitόριο ασφάλειας
safety limitόριο ασφάλειας
shearing stress limit lawνόμος του ορίου της διατμητικής τάσης
speed limit for a shockless functioningοριακή ταχύτητα λειτουργίας χωρίς χτύπημα
speed limit providing total adhesionταχύτητα οριακή ολικής πρόσφυσης
threshold limit value-short-term exposure limitκατωφλιακή οριακή τιμή - όριο βραχυπρόθεσμης έκθεσης
threshold limit value-time weighted averageκατωφλιακή οριακή τιμή - χρονικά σταθμισμένος μέσος
upper plastic limitανώτατον όριον πλαστικότητος