DictionaryForumContacts

   Spanish
Terms for subject Earth sciences containing capó | all forms
SpanishGreek
capa activaενεργό στρώμα
capa de aislamiento acústicoηχομονωτική στρώση
capa de aislamiento acústicoηχοαπορροφητική στρώση
capa de electrones relativistasδακτυλιοειδές στρώμα των ηλεκτρονίων σχετικότητας
capa de extracciónστρώμα απόσπασης
capa de extracciónστρώμα απομάκρυνσης
capa de recurrenciaοριακός ορίζων Weber
capa de torbellinosστρώμα δινών
capa de turbulenciasστρώμα τυρβώδους ροής
capa de turbulenciasστροβιλώδης άρμη
capa del valor mitadπάχος υποδιπλασιασμού
capa dispersora profundaβαθύ σκεδάζον στρώμα
capa duraσκληρός σιδηρούχος ορίζων συσσωρεύσεως
capa ferruginosaαπεσκληρυμμένη στρώσις διά σιδήρου
capa freáticaυδροφόρος ορίζοντας
capa freáticaφρεάτιος στάθμη
capa freáticaφρεατικό ύδωρ
capa freáticaστάθμη υπογείων υδάτων
capa humosaστρώμα συσπειρωμάτων
capa isotermaισόθερμο στρώμα
capa isotermaισοθερμικό στρώμα
capa migajosaστρώμα συσπειρωμάτων
capa pelicularλεπτό στρώμα
capa pelicularστρώμα λ4
capa pelicular1/4 του μήκους κύματος
capa termoclinalθερμοκλινές στρώμα
capa termoclinalθερμοκλίνη
capa volcánicaηφαιστειακó κάλυμμα
capas de tubos tresbolilloδίκτυο συσφιγμένων σωλήνων
captador de capa límite de rampaαπαγωγή οριακού στρώματος πρανούς
célula solar de capa delgadaηλιακó κÙτταρο λεπτής μεμβράνης
electrón de capa externaηλεκτρόνιο σθένους
resistencia de capa de óxido de metalεπιμεταλλωμένος αντιστάτης
superficie de una capa freática sobreexplotadaεπιφάνεια φρεατίου ορίζοντος εν υπερεκμεταλλεύσει