DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Earth sciences containing Term | all forms | exact matches only
EnglishGreek
delayed termόρος επιβράδυνσης
long term depletion of radioactivityμακροχρόνια εξασθένηση της ραδιενεργείας
long-term disposal of graphiteμακροπρόθεσμη διάθεση του γραφίτη
long-term integrity of buildingsμακροπρόθεσμη ακεραιότητα κτιρίων
long term tectonic stabilityτεκτονική σταθερότητα μακράς διάρκειας
long-term weathering experimentμακροχρόνιο πείραμα έκθεσης στις καιρικές συνθήκες
short-term noise criteriaβραχυχρόνια κριτήρια θορύβου
source term code packageδέσμη κωδίκων αρχικού αιτίου
threshold limit value-short-term exposure limitκατωφλιακή οριακή τιμή - όριο βραχυπρόθεσμης έκθεσης