DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Earth sciences containing Short | all forms | exact matches only
EnglishGreek
chevron-notched short rodβραχεία ράβδος με εγκοπή V
short-burst neutron productionπαραγωγή νετρονίων βραχέων ριπών
short-circuit monitorεπιτήρηση ρεύματος βραχυκυκλώματος
short-circuit pointσημείο βραχυκυκλώματος
short circuited windingβραχυκυκλωμένο περιτύλιγμα
short columnκοντό υποστύλωμα
short-cyclingλειτουργία κατά βραχείες περιόδους
short-period longitudinal oscillationδιαμήκης ταλάντωση βραχείας περιόδου
short range encounterαλληλεπίδραση μικρής εμβέλειας
short range forceδύναμη μικρής εμβέλειας
short range interactionαλληλεπίδραση μικρής εμβέλειας
short range photogrammetryεγγύς φωτογραμμετρία
short-term noise criteriaβραχυχρόνια κριτήρια θορύβου
short time confinementπαλμικός περιορισμός πλάσματος
short wave infra-red radiationυπέρυθρη ακτινοβολία μέσου μήκους κύματος
short-wave radiationακτινοβολία μικρού μήκους κύματος
short-wave radiationακτινοβολία βραχέων κυμάτων
short-wave ultraviolet radiationυπεριώδης ακτινοβολία μικρού μήκους κύματος
short-wave ultraviolet radiationυπεριώδης ακτινοβολία C
short-wavelength ultraviolet radiationυπεριώδης ακτινοβολία C
short-wavelength ultraviolet radiationυπεριώδης ακτινοβολία μικρού μήκους κύματος
threshold limit value-short-term exposure limitκατωφλιακή οριακή τιμή - όριο βραχυπρόθεσμης έκθεσης