DictionaryForumContacts

   German
Terms for subject Earth sciences containing Betrieb | all forms | exact matches only
GermanGreek
aktiver Betrieb mit Tritiumγόνιμη επιχείρηση με το τρίτιο
Auslegungs-Oberflaechentemperatur im Betriebεπιφανειακή θερμοκρασία λειτουργίας θεωρούμενη κατά το σχεδιασμό
Betriebs/pumpeαντλία με άμεση χρήση
die außer Betrieb genommene Anlage in einem sicheren Zustand haltenδιατήρηση των σταματημένων εγκαταστάσεων σε ασφαλή κατάσταση
Fremdnetz-Betriebλειτουργία με εξωτερικό δίκτυο
Halbaxialkreisel/pumpe mit im Betrieb verstellbaren Schaufelnελικοφυγοκεντρική αντλία με ρυθμιζόμενα,κατά τη λειτουργία,πτερύγια
in Betrieb setzenθέτω σε λειτουργία
Interferometer Fabry Perot mit piezoelektr. betrieb. Scannerσυμβολόμετρο Fabry-Perot πιεζοηλεκτρικού σαρώματος
Kaeltebedarf fuer den Betriebαπαιτούμενη ψυκτική ισχύς για την εγκατάσταση
Versuchskreislauf zum Betrieb mit Wasserstoffπειραματικό κύκλωμα για παραγγελίες υδρογόνου