Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Polish
Portuguese
Russian
Terms
for subject
Life sciences
containing
εντός
|
all forms
Greek
English
αρχική αποθήκευσις
εντός
εδάφους
initial soil of storage
γεώτρησις
εντός
κροκαλών
boulder well
κρίσιμος υδραυλική κλίσις εις σημείον εισροής
εντός
φρέατος
critical exit gradient
μεταφορά υλικών
εντός
ρυακίων
rill wash
οπτική μέθοδος καταβιβασμού
εντός
φρέατος
double-image-method of optical plumbing
πιεζομετρική στάθμη
εντός
φρέατος
standing level
ρείθρον
εντός
πυθμένος τάφρου
cunette
συγκέντρωσις ύδατος
εντός
κοιλοτήτων
ponding
υδαταποθήκευσις
εντός
κοιλάδος
valley storage
υδραυλική κλίσις εις σημείον εισροής
εντός
φρέατος
exit gradient
υπόγειος ροή
εντός
μεγάλων διακένων
cavern flow
όργανο διασκόπησης
εντός
της γεωτρητικής οπής
down-hole probe
Get short URL