Greek | English |
ίγναμα 2. βατάτα 3. διοσκορία 4. διοσκορεϊδες ή διοσκοριδία όταν στον πληθ. igname ινιάμ | yam (Dioscorea) |
ακρίδα του είδους των προσκυνητών ή τρυξαλίς ; ακρίς ο προσκυνητής | desert locust (Schistocerca gregaria) |
αλπίνια η γαλάγκη | greater galangal (Alpinia galanga) |
Αλπίνια η φαρμακευτική | lesser galanga (Alpinia officinarum) |
αναγνωριστική φλέβα επί της οποίας βασίζεται η αίτηση παραχώρησης | vein on which a claim is based |
αντιλόπη η δορκάς | Dama gazelle (Gazella dama, Nanger dama) |
αντιλόπη η δορκάς | Addra gazelle (Gazella dama, Nanger dama) |
ανόνη η χεριμολία | cherimoya (Annona cherimola) |
ατρακτυλίς η βαφική | safflower (Carthamus tinctorius) |
αυχμηρός ή ξηρός | arid |
βαλεριανέλλα η εριόκαρπος | Italian corn salad (Valerianella eriocarpa) |
βρουσσονετία η παπυροφόρος | paper mulberry tree (Broussonetia papyrifera) |
βρουσσονετία η παπυροφόρος | common paper mulberry tree (Broussonetia papyrifera) |
βροχογράφος,ή αυτογραφικόν βροχόμετρον | rain recorder |
βροχογράφος,ή αυτογραφικόν βροχόμετρον | pluviograph |
βροχογράφος,ή αυτογραφικόν βροχόμετρον | rain recording gauge |
βροχογράφος,ή αυτογραφικόν βροχόμετρον | self-registering gauge |
βροχογράφος,ή αυτογραφικόν βροχόμετρον | rainfall recorder |
βροχογράφος,ή αυτογραφικόν βροχόμετρον | hyetograph |
γράμπος ή σταχτοδέλφινο | Risso's dolphin (Grampus griseus) |
διάβρωσις εκ βροχής,ή υλικά διαβρώσεως εκ βροχής | rainwash |
διέξοδος ή πεδίον εκκενώσεως πλημμυρών | floodway |
διαθέσιμος ή χρήσιμος υδατοϊκανότης εδάφους | available moisture capacity of the soil |
διασταύρωση δοκιμής ή επαναδιασταύρωση | test-cross or backcross |
δρυς η φελλοφόρος | cork oak (Quercus suber) |
εβερνία η προυνοφυής | oakmoss (Evernia prunastri, Lobaria prunastri) |
ελαστική κατάστασις ισορροπίας ή Ελαστική ισορροπία | elastic state of equilibrium |
ελαστική κατάστασις ισορροπίας ή Ελαστική ισορροπία | elastic equilibrium |
εναλλακτικές τεχνολογίες ή εξοπλισμοί | alternative technologies and equipment |
ενδιάμεσος ή μεταβατική ζώνη | intermediate belt |
εξόρυξη η οποία πραγματοποιήθηκε μέσα σε φλέβες περίπλοκης στρωματογραφίας | exploitation carried out in seams with difficult strata |
ερευνητικαί διατρήσεις εδάφους ή βυθού | probings |
Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία των σπονδυλωτών ζώων που χρησιμοποιούνται για πειραματικούς ή άλλους επιστημονικούς σκοπούς | European Convention for the Protection of Vertebrate Animals used for Experimental and Other Scientific Purposes |
ζων τροποποιημένος οργανισμός προοριζόμενος για άμεση χρήση ως τρόφιμο ή ζωοτροφή ή για περαιτέρω επεξεργασία | living modified organism intended for direct use as food or feed or for processing |
η θραύση των κυμάτων | breaking of waves |
η ολική δραστικότητα στα κατάλοιπα των πυρηνικών εκρήξεων | the total beta activity component of fallout |
η ομίχλει πυκνώνει | to get thicker |
η ομίχλει πυκνώνει | to get denser |
η ομίχλη διαλύεται | the fog is clearing away |
η ομίχλη πέφτει | mist comes down |
η παλίρροια αρχίζει να ανέρχεται | tide is coming in |
η παλίρροια αρχίζει να ανεβαίνει | tide is coming in |
η παλίρροια αρχίζει να μειώνεται | tide is going out |
η παλίρροια αρχίζει να πέφτει | tide is going out |
η προβολή θέσεως του δορυφόρου στο ελειψοειδές αναφοράς | sub-satellite point |
ημιαυχμηρός ή ημίξηρος | subarid |
ημιαυχμηρός ή ημίξηρος | semiarid |
θέσις εισαγωγής ή εγχύσεως | injection station |
θέσις εισαγωγής ή εγχύσεως | dosing station |
καθ'υπολογισμόν ή κατά μελέτην ή θεωρητική πλημμύρα | design flood |
καρύα η βασιλική | walnut (Juglans regia) |
καρύα η κοινή | walnut (Juglans regia) |
καστανέα η κοινή | sweet chestnut (Castanea sativa, Castanea vesca, Castanea vulgaris) |
καταβόθρα Η+ | sink of H+ |
καταβόθρα Η+ | H+ sink |
κεκλιμένος σταθμημετρικός πήχυς,ή κεκλιμένον σταθμήμετρον | inclined gauge |
κεκλιμένος σταθμημετρικός πήχυς,ή κεκλιμένον σταθμήμετρον | sloping gauge |
κεκλιμένος σταθμημετρικός πήχυς,ή κεκλιμένον σταθμήμετρον | inclined gage |
κολοκασία η αρχαία | taro (Colocasia esculenta) |
κολοκασία η αρχαία | tara (Colocasia esculenta) |
κολοκασία η αρχαία | eddo (Colocasia esculenta) |
κολοκασία η αρχαία | dasheen (Colocasia esculenta) |
κολοκασία η αρχαία | cocoyam (Colocasia esculenta) |
κολοκασία η εδώδιμος | dasheen (Colocasia esculenta) |
κολοκασία η εδώδιμος | tara (Colocasia esculenta) |
κολοκασία η εδώδιμος | taro (Colocasia esculenta) |
κολοκασία η εδώδιμος | eddo (Colocasia esculenta) |
κολοκασία η εδώδιμος | cocoyam (Colocasia esculenta) |
κορέγονος ή κορήγονος ο λιμναίος | lake whitefish (Coregonus clupeaformis) |
κράμβη η λαχανώδης | cabbage (Brassica oleracea var. capitata) |
κράμβη η ουλόφυλλος; κράμβη η λαχανώδης ακέφαλος | curly kale (Brassica oleracea var. sabellica) |
λαμιναρία η παλαμοειδής | sea-ware (Laminaria digitata) |
λαμιναρία η παλαμοειδής | tangle (Laminaria digitata) |
λαμιναρία η παλαμοειδής | sea-wand (Laminaria digitata) |
λαμιναρία η παλαμοειδής | oarweed (Laminaria digitata) |
λαμιναρία η παλαμοειδής | red-ware (Laminaria digitata) |
λαμιναρία η παλαμοειδής | sea-girdles (Laminaria digitata) |
λαμιναρία η παλαμοειδής | sea tangle (Laminaria digitata) |
λαμιναρία η παλαμοειδής | horsetail kelp (Laminaria digitata) |
μήκων η υπνοφόρος | oilseed poppy (-) |
μηδική η ήμερος | lucerne (Medicago sativa) |
μηδική η ήμερος | alfalfa (Medicago sativa) |
μυρτίδιο ή μύρτιλλο | cowberry (Vaccinium vitis-idaeae) |
ορίζοντες εκπλύσεως ή ελουβιακοί | eluvial horizon |
ορίζοντες συσσωρεύσεως ή ιλλουβιακοί | illuvial horizon |
οριζόντιο ή κεκλιμμένο όριο εκμετάλλευσης | inclined or horizontal mining border |
ορυχάλκινος ή από διαφανές υλικό αναγωγέας γωνιογράφος | brass or transparent material-protractor |
παπαρούνα οπίου; μήκων η υπνοφόρος; παπάβερ | opium poppy (-) |
πλοδία η στικτή | mealworm moth (Plodia interpunctella) |
πλοδία η στικτή | Indian-meal moth (Plodia interpunctella) |
πρόσω κατεύθυνση σε κυκλοφορητή ή απομονωτή | forward direction |
Ρέα η αμερικάνα | Greater Rhea (Rhea americana) |
ρεζεδά η λευκή | white mignonette (Reseda alba L.) |
ροιά η κοινή | pomegranate tree (Punica granatum) |
ροιά η κοινή | pomegranate (Punica granatum) |
ρυθμιστικό διάλυμα του Ηepes | HEPES buffer |
ρυθμιστικό διάλυμα του Ηepes | Hepes |
ρυθμιστικό διάλυμα του Ηepes | HEPES |
ρυθμιστικό διάλυμα του Ηepes | 2-4-(2-hydroxyethyl) piperazin-1-ylethanesulfonic acid |
σιγλιγγία η κατακείμενη | decumbent heath-grass (Danthonia decumbens DC./Lam., Sieglingia (L.)decumbens Bernh.) |
σιγλιγγία η κατακειμένη | decumbent heath grass (Sieglingia decumbens) |
σκορτσονέρα η ισπανική | scorzonera (Scorzonera hispanica) |
σκορτσονέρα η ισπανική | black salsify (Scorzonera hispanica) |
στάθμη ή υψόμετρον | stage |
στοιχείον ή τμήμα διατομής | segment |
συλλέκτης Η+ | sink of H+ |
συλλέκτης Η+ | H+ sink |
συμβάλλων ή παραπόταμος | tributary stream |
συμβάλλων ή παραπόταμος | tributary river |
συμβάλλων ή παραπόταμος | tributary affluent |
συμβάλλων ή παραπόταμος | affluent |
τομέας για υδρόγειες ή ουράνιες σφαίρες | sector for terrestrial or celestial globes |
υδρογράφημα ή καμπύλη μεταβολής στάθμης | stage hydrograph |
υδρογράφημα ή καμπύλη παροχών | discharge hydrograph |
υδρογράφημα ή καμπύλη παροχών πλημμύρας | flood hydrograph |
υδρογράφημα ή καμπύλη στάθμης φρέατος | well hydrograph |
υδρογράφημα ή καμπύλη συγκεντρώσεως αποθέσεων | sediment hydrograph |
υδρογράφημα ή καμπύλη ύψους υδρορροής | profile |
υπερεκμετάλλευσις,ή υπεράντλησις | overdevelopment |
υποβρύχιο με ή χωρίς πλήρωμα | manned or unmanned submersible |
υφαντική η θηβαϊκή, φοίνικας-ντουμ | ginger bread, dum palm (hyphaene thebaica coriacea) |
φάλαινα η βισκαϊκή | black right whale (Eubalaena glacialis, Balaena biscayensis, Balaena glacialis) |
φάλαινα η βισκαϊκή | North Atlantic right whale (Eubalaena glacialis, Balaena biscayensis, Balaena glacialis) |
φάλαινα η βισκαϊκή | North Cape whale (Eubalaena glacialis, Balaena biscayensis, Balaena glacialis) |
φάλαινα η βισκαϊκή | Biscayan right whale (Eubalaena glacialis, Balaena biscayensis, Balaena glacialis) |
φάλαινα η καλιφόρνια | Pacific grey whale (Eschrichtius robustus, Eschrichtius gibbosus) |
φάλαινα η καλιφόρνια | grey whale (Eschrichtiidae) |
φάλαινα η καλιφόρνια | grey back (Eschrichtiidae) |
φεστούκα η κτηνοτροφική | sheep fescue (Festuca ovina L) |
φεστούκα η κτηνοτροφική | sheep's fescue (Festuca ovina L) |
φεστούκα η κτηνοτροφική | common fescue (Festuca ovina L) |
φορτία ανέμου ή χιονιού | climatic load |
φρεάτιον μετρήσεως ή ηρεμίας | gauge well |
φρεάτιον μετρήσεως ή ηρεμίας | recorder well |
φρεάτιον μετρήσεως ή ηρεμίας | stilling well |
φρεάτιον μετρήσεως ή ηρεμίας | float well |
χρόνος συγκεντρώσεως ή συρροής | time of concentration |
χρόνος συγκεντρώσεως ή συρροής | period of concentration |
χτένι για σφήνες ή κολλάρο εμπλοκής | split bushing slip |
χώρες και εδάφη που δεν αποκαλύπτονται για εμπορικούς ή στρατιωτικούς λόγους | countries and territories not disclosed for commercial or military reasons |