Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Italian
Latvian
Lithuanian
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Spanish
Terms
for subject
Life sciences
containing
Ε
|
all forms
Greek
German
έδαφος πτωχόν
εις
οργανικήν ύλην
Fließ
έλλειμμα
εις
εδαφικόν ύδωρ εν τω αγρώ
Feldbodenfeuchtedefizit
ανάγκαι
εις
αρδευτικόν ύδωρ εν τη ιδιοκτησία
Nettobewaesserungsbedarf
ανάγκαι
εις
αρδευτικόν ύδωρ εν τη πηγή τροφοδοσίας
Verteilerbedarf
ανάγκαι
εις
αρδευτικόν ύδωρ εν τη πηγή τροφοδοσίας
Gesamtbewaesserungsbedarf
ανάγκαι
εις
ύδωρ αποπλύσεως
Auswaschbedarf
απόδοσις εφαρμογής ύδατος
εις
αγρόν
Wirkungsgrad der Wassergabe auf einem Grundstueck
ασβεστώδες έδαφος
εις
το οποίο έχει γίνει έκπλυσις του ανθρακικού οξέος
Pedocal
βέλτισται ανάγκαι
εις
αρδευτικόν ύδωρ
optimaler Bewaesserungsbedarf
βέλτισται ανάγκαι
εις
ύδωρ
optimaler Wasserbedarf
Ε
1105
Lysozym
Ε
1105
E1105
kankar
εις
κονδύλους
knollenartiger Kankar
kankar
εις
κονδύλους
Knollen-Kankar
kankar
εις
τεμάχια
Block-Kankar
ελούβιος,ο αναφερόμενος
εις
εδαφικόν ορίζοντα ο οποίος έχει υποστεί έκπλυσιν
eluvial
ικανότης
εις
διαθέισμον ύδωρ
Bodenwasserkapazitaet
κορεσμός
εις
κατιόντα
basische Saettigung
κρίσιμος υδραυλική κλίσις
εις
σημείον εισροής εντός φρέατος
kritisches Austrittsgefaelle
μοραίνες
εις
αργιλλικόν υπόστρωμα
Ton mit Steinen
περιεκτικότης εδάφους
εις
αέρα
Luftgehalt des Bodens
περιεκτικότης
εις
ύδωρ εις 15 ατμοσφαίρας
fuenfzehn-Atmosphaeren-Wassergehalt
ποταμός υποκείμενος
εις
παλιρροίας
Tidefluss
ρωγμή οφειλόμενη
εις
την ξηρασία
Trockenriss
υδραυλική κλίσις
εις
σημείον εισροής εντός φρέατος
Austrittsgefaelle
φρέαρ
εις
έδαφος ουχί προσχωματικόν
nichtalluvialer Brunnen
φρέαρ
εις
προσχωματικόν έδαφος
alluvialer Brunnen
Get short URL