DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Life sciences containing Ε | all forms
GreekGerman
έδαφος πτωχόν εις οργανικήν ύληνFließ
έλλειμμα εις εδαφικόν ύδωρ εν τω αγρώFeldbodenfeuchtedefizit
ανάγκαι εις αρδευτικόν ύδωρ εν τη ιδιοκτησίαNettobewaesserungsbedarf
ανάγκαι εις αρδευτικόν ύδωρ εν τη πηγή τροφοδοσίαςVerteilerbedarf
ανάγκαι εις αρδευτικόν ύδωρ εν τη πηγή τροφοδοσίαςGesamtbewaesserungsbedarf
ανάγκαι εις ύδωρ αποπλύσεωςAuswaschbedarf
απόδοσις εφαρμογής ύδατος εις αγρόνWirkungsgrad der Wassergabe auf einem Grundstueck
ασβεστώδες έδαφος εις το οποίο έχει γίνει έκπλυσις του ανθρακικού οξέοςPedocal
βέλτισται ανάγκαι εις αρδευτικόν ύδωρoptimaler Bewaesserungsbedarf
βέλτισται ανάγκαι εις ύδωρoptimaler Wasserbedarf
Ε1105Lysozym
Ε1105E1105
kankar εις κονδύλουςknollenartiger Kankar
kankar εις κονδύλουςKnollen-Kankar
kankar εις τεμάχιαBlock-Kankar
ελούβιος,ο αναφερόμενος εις εδαφικόν ορίζοντα ο οποίος έχει υποστεί έκπλυσινeluvial
ικανότης εις διαθέισμον ύδωρBodenwasserkapazitaet
κορεσμός εις κατιόνταbasische Saettigung
κρίσιμος υδραυλική κλίσις εις σημείον εισροής εντός φρέατοςkritisches Austrittsgefaelle
μοραίνες εις αργιλλικόν υπόστρωμαTon mit Steinen
περιεκτικότης εδάφους εις αέραLuftgehalt des Bodens
περιεκτικότης εις ύδωρ εις 15 ατμοσφαίραςfuenfzehn-Atmosphaeren-Wassergehalt
ποταμός υποκείμενος εις παλιρροίαςTidefluss
ρωγμή οφειλόμενη εις την ξηρασίαTrockenriss
υδραυλική κλίσις εις σημείον εισροής εντός φρέατοςAustrittsgefaelle
φρέαρ εις έδαφος ουχί προσχωματικόνnichtalluvialer Brunnen
φρέαρ εις προσχωματικόν έδαφοςalluvialer Brunnen