DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Life sciences containing Out | all forms | exact matches only
EnglishGreek
blow-outsαναβλύσεις
blow-outs"Κρατήρες αλώπεκος"
earth-outαπώλεια επαφής με τον γήϊνο δίσκο
exploitation carried out in seams with difficult strataεξόρυξη η οποία πραγματοποιήθηκε μέσα σε φλέβες περίπλοκης στρωματογραφίας
laying out of tunnelχάραξη σήραγγας
to leach outχωρίζω δι'εκπλύσεως
to leach outεκπλύω
to leach outαποπλύω
to measure outέκπτωση μεταλλευτικών δικαιωμάτων
to measure out a mineαποτύπωση ορυχείου
out of plumbμη κατακόρυφος θέση
out of plumbισορροπία πέραν της κατακορύφου
sand outεξάμμωση
to set out boundary stones of a mining fieldοριοθέτηση ορυχείου
setting out of circular curvesχάραξη κυκλικών τόξων
setting out of tunnelχάραξη σήραγγας
stake marking setting-out pointσημείο χάραξης
to take the bearing of a line out of a map, or of the plummet baseαποτύπωση διεύθυνσης
tide is going outη παλίρροια αρχίζει να πέφτει
tide is going outη παλίρροια αρχίζει να μειώνεται
trip in/trip outκαταβίβαση/αναβίβαση
trip in/trip outεισαγωγή/εξαγωγή
underground point set out for piling a driftυπόγειο σημείο χαραγμένο για πασσάλωμα
underground traverse set out in the surfaceσήμανση υπόγειας όδευσης στην επιφάνεια
wash outέκπλυσις
wash outδιάβρωση από νερά βροχής
wash outέκπλυση
wash outδιάβρωση από νερά πλημμύρας
wash outέκπλυσις εδαφικού υλικού
washed out soilεκπλυμένο έδαφος