DictionaryForumContacts

   Greek German
Terms for subject Life sciences containing 2,2 | all forms
GreekGerman
ίγναμα 2. βατάτα 3. διοσκορία 4. διοσκορεϊδες ή διοσκοριδία όταν στον πληθ. igname ινιάμJamswurzel (Dioscorea)
2-αμινο-6-υδροξυπουρίνηGuanin
2-αμινο-6-υδροξυπουρίνη2-Amino-6-hydroxypurin
1,2-διχλωροαιθάνιοEthylendichlorid
1,2-διχλωροαιθάνιο1,2-Dichlorethan
κλάση 2,αναπτυσσόμενες χώρεςKlasse 2,Entwicklungsländer
ρωγμή 2.ρήγμαGletscherspalte
ρωγμή 2.ρήγμαKluft
ρωγμή 2.ρήγμαSpalte
ρωγμή 2.ρήγμαDammbruch
ρωγμή 2.ρήγμαBruch