DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Natural sciences containing προς | all forms | exact matches only
GreekEnglish
ανατρεπόμενη ρυμούλκα πρός τις τρείς πλευρέςthree-way tipping 4-wheeled trailer
βρώμη προς βοσκήfeeding oats
βρώμη προς βοσκήfeed oats
γενετικές πληροφορίες ικανές προς αυτοαναπαραγωγήgenetic information capable of self-reproduction
ειδικό πρόγραμμα έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης προς εκτέλεση από το Κοινό Κέντρο Ερευνών για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειαςspecific programme of research and technological development, including demonstration, to be implemented by the Joint Research Centre for the European Atomic Energy Community
ενηλικίωση ως προς την ωοτοκίαlaying maturity
ικανό προς αναπαραγωγήsuitable for breeding
ικανό προς αναπαραγωγήfit for breeding
ικανότητα προς πάχυνσηfattening capacity
ικανότητα προς πάχυνσηfattening ability
κατευθείαν μεταφορά προς ένα σφαγείοdirect movement to a slaughterhouse
κρόμμυο προς φύτευσηonion set
λόγος εξατμισοδιαπνοής προς εξάτμισινration of consumptive use of water to evaporation
παραλλήλως προς τας ίναςside grain
πλάκα για την τοποθέτηση του προς παρατήρηση αντικειμένουspecimen holder
πολλαπλασιάζω σπόρους προς σποράto multiply seed
πολλαπλασιασμός σπόρων προς σποράmultiplication of sowing seed
σπόροι προς σπορά από γένη και είδη κωνοφόρωνseeds from conifer genera and species
συμπεριφορά ως προς την ελατότηταductile behaviour
σχετική µετακίνηση ως προς το µέτωπο του διαλύτηrelative migration to the solvent front
υλικό ελεγμένο ως προς την παρουσία ιών"νt"virus-tested v.t. material
φυσίγγιο που φέρει το προς εξέταση αντικείμενοspecimen stage