DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Natural sciences containing crossed | all forms
EnglishGreek
angle crossσταυρός σκόπευσης
angle crossσταυρός γωνίας
cross arm trainingσχηματισμός πάνω σε πλάγιους δοκούς
cross breakεγκαρσία ρήξις
cross bred fowlδιασταύρωση
cross fertilizationξενογαμία (xenogamia)
cross fertilizationσταυρογονιμοποίηση (xenogamia)
cross fertilizationδιασταυρούμενη γονιμοποίηση (xenogamia)
cross fractureεγκαρσία ρήξις
cross-grainστρεψοϊνία
cross ruptureεγκαρσία ρήξις
cross terracingπλάτωμα σε σχήμα σταυρού
cross terracingδιευθέτηση των αναβαθμίδων κατά πλάτος
cross terracingαναβαθμίδα σε πλάτος
double-crossτερματική διασταύρωση 4 φυλών
double-crossτερματική διασταύρωση 4 γραμμών
double-crossδιπλή διασταύρωση
potential cross reactive markerδείκτης με πιθανή διασταυρούμενη αντίδραση
ray crossingπεδίον διασταυρώσεως
reciprocal crossαμοιβαία διασταύρωση
Technology Cross-Licence Agreementσυμφωνία για την αμοιβαία παραχώρηση αδειών εκμετάλλευσης στον τομέα της τεχνολογίας
top-cross parentδιασταύρωσις αριθμού γενοτύπων με κοινό γονέα
triple crossδιπλή τερματική διασταύρωση
triple crossτριπλή διασταύρωση
triple crossδιασταύρωση τριών φυλών
visor crossσταυρός γωνίας
visor crossσταυρός σκόπευσης