DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Natural sciences containing Lower | all forms | exact matches only
EnglishGreek
large area low volume sprayingψεκασμός μικρού όγκου για μεγάλες επιφάνειες
low by-pass ratio engineκινητήρας χαμηλού λόγου παρακάμψεως
low cudweedγναφάλιο το ελόβιο (Gnaphalium uliginosum L.)
Low Cycle Fatigue Testingέλεγχος κύκλου χαμηλής κοπώσεως
low earth orbitχαμηλή γήινη τροχιά
low earth orbitχαμηλή περίγεια τροχιά
low earth orbitχαμηλή τροχιά
low earth orbitτροχιά χαμηλού ύψους
low energy electron diffractionΠερίθλαση ηλεκτρονίων χαμηλής ενέργειας,LEED
low expansion glassγυαλί μικρής διαστολής
low mallowμαλάχη η μικροφυής (Malva borealis Wallr., Malva pusilla Sm.)
low mallowμολόχα η μικροφυής (Malva borealis Wallr., Malva pusilla Sm.)
low-moor peatχαμηλό έλος
low-NOx burnerκαυστήρας κατά των εκπομπών ΝΟx
low-NOx technologyτεχνική κατά των εκπομπών ΝΟx
low optical absorption materialυλικό χαμηλής οπτικής απορρόφησης
Low-Power Modeλειτουργία χαμηλής κατανάλωσης
low pressure CVDΧΕΑ σε ελαττωμένη πίεση
low spur and spur trainingδιαμόρφωση χαμηλής διακλάδωσης και βέργας
low temperature breakdownεσωτερική μελάνωση
low volume spray methodψεκασμός μικρού όγκου
lower jaw boneοστούν της κάτω γνάθου (mandibula)
lowering of animalκαταβίβαση του ζώου
lowest calibrated levelκατώτατο όριο βαθμονόμησης
sand flat which is not covered by seawater at low tideαμμώδης ύφαλος που αποκαλύπτεται κατά την ρηχία
ultra low-volume sprayerατομάϊζερ υπέρμικρου όγκου
ultra low volume sprayerψεκαστήρας μικρής παροχής