DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Politics containing officer | all forms | exact matches only
EnglishGreek
Action Officerεκτελεστικό στέλεχος
Chief Returning OfficerΠροϊστάμενος της Κεντρικής Υπηρεσίας Διοργάνωσης Εκλογών
Communications and Information Systems Project Officerανώτερος υπάλληλος σχεδίου για τα συστήματα επικοινωνιών και πληροφοριών
control officerυπεύθυνος ελέγχου των πληροφοριών' υπεύθυνος ελέγχου
Force Development Project Officerανώτερος υπάλληλος σχεδίου Project Officer για την ανάπτυξη δυνάμεων
Information and Intelligence Project Officerανώτερος υπάλληλος σχεδίου Project Officer πληροφοριών και στοιχείων
Local Informatics Security Officerυπεύθυνος ασφαλείας τοπικών συστηµάτων πληροφορικής
Local Security Officerτοπικός υπεύθυνος ασφαλείας
Long-Term Vision Coordination Project Officerανώτερος υπάλληλος σχεδίου για τον συντονισμό της μακροπρόθεσμης προοπτικής
officer of the courtΓραμματέας
Principal Officer for Armaments Cooperationπροϊστάμενος Principal Officer για τη συνεργασία στον τομέα των εξοπλισμών
Principal Officer for Armaments Policyπροϊστάμενος Principal Officer για την πολιτική εξοπλισμών
Principal Officer for Defence Industryπροϊστάμενος Principal Officer για την αμυντική βιομηχανία
Principal Officer for Defence Marketπροϊστάμενος Principal Officer για την αμυντική αγορά
Project Officer for Deployabilityανώτερος υπάλληλος σχεδίου Project Officer για την ικανότητα ανάπτυξης
Project Officer for European Capability Action Plan Coordinationανώτερος υπάλληλος σχεδίου Project Officer για τον συντονισμό του Ευρωπαϊκού Σχεδίου Δράσης για τις Δυνατότητες
Project Officer for Precision Effectsανώτερος υπάλληλος σχεδίου Project Officer για εφαρμογές ακριβείας
Protection and Survivability Project Officerανώτερος υπάλληλος σχεδίου Project Officer προστασίας και δυνατοτήτων επιβίωσης
railway medical officerσιδηροδρομικός γιατρός
railway medical officerιατρός υπηρεσίας σιδηροδρόμου
Senior Contracting Officerπροϊστάμενος μονάδας Senior Officer για τις συμβάσεις
Technical Officer Infrastructureτεχνικός υπάλληλος Technical Officer υποδομών