Spanish | Greek |
a puerta cerrada | κεκλεισμένων των θυρών |
actuar en juicio asistido de un Agente, Asesor o Abogado | αναπτύσσω τους ισχυρισμούς μου μέσω εκπροσώπου,συμβούλου ή δικηγόρου |
asunto atribuido o asignado a una Sala | υπόθεση που έχει ανατεθεί ή υπαχθεί σε τμήμα |
auto o resolución de suspensión del procedimiento | αναστολή της έκδοσης αποφάσεως |
candidato a Comisario | προτεινόμενος Επίτροπος |
Comité de adaptación al progreso técnico y científico de la Directiva relativa a la calidad de las aguas continentales que requieren protección o mejora para ser aptas para la vida de los peces | Επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική και επιστημονική πρόοδο της οδηγίας σχετικά με την ποιότητα των γλυκών υδάτων που έχουν ανάγκη προστασίας ή βελτίωσης ώστε να είναι κατάλληλα για τη διαβίωση των ψαριών |
Comité de aplicación de la legislación relativa a las condiciones mínimas exigidas a los buques con destino a los puertos marítimos de la Comunidad o que salgan de los mismos y transporten mercancías peligrosas o contaminantes | Επιτροπή για την εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές που απαιτούνται για τα πλοία που κατευθύνονται σε ή αποπλέουν από κοινοτικούς λιμένες μεταφέροντας επικίνδυνα ή ρυπογόνα εμπορεύματα |
Comité de aplicación de la legislación relativa al nivel mínimo de formación en profesiones marítimas y al reconocimiento de títulos expedidos por centros de formación o administraciones de terceros países STCW | Επιτροπή για την εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με το ελάχιστο επίπεδο εκπαίδευσης των ναυτικών και την αναγνώριση των πιστοποιητικών των ναυτικών που εκδίδονται από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα ή τις διοικητικές υπηρεσίες τρίτων χωρών STCW |
Convenio-Marco Europeo sobre cooperación transfronteriza entre comunidades o autoridades territoriales | Ευρωπαϊκή Σύμβαση-πλαίσιο για τη διασυνοριακή συνεργασία των τοπικών αυτοδιοικήσεων και αρχών |
creado o avalado por el Coreper | σύσταση επιτροπών ή ομάδων από την ΕΜΑ ή με τη συγκατάθεσή της |
Cuando el Consejo ha adoptado formalmente declaraciones, conclusiones o resoluciones, el título del punto correspondiente así lo indica, y el texto va entrecomillado. | Όταν δηλώσεις, συμπεράσματα ή ψηφίσματα έχουν εγκριθεί τυπικά από το Συμβούλιο, αυτό επισημαίνεται στον τίτλο του σχετικού σημείου και το κείμενο τίθεται εντός εισαγωγικών. |
debate a puerta cerrada | συνεδρίαση κεκλεισμένων των θυρών |
debates celebrados a puerta cerrada | απόφαση για διεξαγωγή της συζητήσεως κεκλεισμένων των θυρών |
devolución a comisión | αναπομπή σε επιτροπή |
el Consejo, reunido en su formación de Jefes de Estado o de Gobierno | το Συμβούλιο, συνερχόμενο σε επίπεδο αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων |
El Consejo se reune por convocatoria de su Presidente, a iniciativa de éste, de uno de sus miembros o de la Comisión | Το Συμβούλιο συνέρχεται κατόπιν προσκλήσεως του Προέδρου του με πρωτοβουλία αυτού του ιδίου, ενός από τα μέλη του ή της Επιτροπής |
excepción de incompetencia o de inadmisibilidad | ένσταση αναρμοδιότητας ή απαραδέκτου |
funcionario o agente que se encargará de asumir las competencias del Secretario | υπάλληλος που ασκεί τα καθήκοντα του γραμματέα |
gastos abusivos o temerarios | έξοδα που προκλήθηκαν χωρίς εύλογη αιτία ή κακοβούλως |
gastos abusivos o vejatorios | έξοδα που προκλήθηκαν χωρίς εύλογη αιτία ή κακοβούλως |
incapacidad de un testigo o de un perito | ανικανότητα μάρτυρα ή πραγματογνώμονα |
incidente procesal relativo a una excepción de incompetencia o de inadmisibilidad | δικονομικό ζήτημα που αφορά αναρμοδιότητα ή απαράδεκτο |
Jefes de Estado o de Gobierno | Αρχηγοί κρατών ή κυβερνήσεων |
notificación a efectos procesales | επιδόσεις για τους σκοπούς της διαδικασίας |
participar a título informativo | λαμβάνω μέρος με συμβουλευτική ψήφο' παρίσταμαι με συμβουλευτική ψήφο |
persona física o jurídica nacional de un Estado miembro | φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους |
plazo que hubiere de contarse a partir del momento en que ocurra un suceso o se efectúe un acto | προθεσμία υπολογιζόμενη από το χρονικό σημείο επελεύσεως ενός γεγονότος ή διενέργειας μιας πράξεως |
pretensiones del coadyuvante que apoyen o se opongan, total o parcialmente, a las pretensiones de una de las partes | ισχυρισμοί του παρεμβαίνοντος προς υποστήριξη ή προς μερική ή ολική απόρριψη των αιτημάτων ενός των διαδίκων |
Protocolo sobre determinadas disposiciones relativas a Dinamarca | Πρωτόκολλο σχετικά με ορισμένες διατάξεις που αφορούν τη Δανία |
recusar a un testigo o a un perito | ζητώ την εξαίρεση μάρτυρα ή πραγματογνώμονα |
remisión del asunto a comisión | παραπομπή στην επιτροπή |
remuneración de los Agentes, Asesores o Abogados | αμοιβή των εκπροσώπων,συμβούλων ή δικηγόρων |
someter a votación | θέτω σε ψηφοφορία |
Unidad de Calidad Legislativa A - Política Económica y Científica | Μονάδα Ποιότητας της Νομοθεσίας Α - Οικονομική και επιστημονική πολιτική |
Unidad de Pagos a Intérpretes de Conferencias Auxiliares | Μονάδα Πληρωμών Επικουρικού Προσωπικού Διερμηνέων Συνεδρίων |
votación a mano alzada | ψηφοφορία με ανάταση του χεριού |