English | Greek |
a lawyer entitled to practise before a court of a Member State | δικηγόρος, ο οποίος δικαιούται να ασκεί δικηγορία στο έδαφος κράτους μέλους |
a procedural issue concerning a plea of lack of competence or inadmissibility | δικονομικό ζήτημα που αφορά αναρμοδιότητα ή απαράδεκτο |
a reply and a rejoinder or any other pleading | διαδικαστικό έγγραφο |
a report stating whether the accounting and the financial management have been effected in a regular manner | έκθεση επι της κανονικότητας των λογιστικών πράξεων καθώς και επι της κανονικότητας της δημοσιονομικής διαχείρισης |
a separate report stating whether the financial management has been effected in a regular manner | ιδιαίτερη έκθεση... επι της κανονικότητας των λογιστικών πράξεων |
acting by a qualified majority | αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία |
acts of the European Parliament intended to produce legal effects vis-à-vis third parties | πράξεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που παράγουν νομικά αποτελέσματα έναντι τρίτων |
Advisory Committee for implementation of the directive relating to a reduction in the sulphur content of certain liquid fuels | Συμβουλευτική επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας σχετικά με τη μείωση της περιεκτικότητας σε θείο ορισμένων υγρών καυσίμων |
Advisory Committee on measures to be taken in the event of a crisis in the market in the carriage of goods by road and for laying down the conditions under which non-resident carriers may operate national road haulage services within a Member State cabotage | Συμβουλευτική επιτροπή σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται σε περίπτωση κρίσεως στην αγορά των οδικών μεταφορών εμπορευμάτων και για την εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές οδικές εμπορευματικές μεταφορές σ' ένα κράτος μέλος μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σ' αυτό ενδομεταφορές |
Advisory Committee on the conditions under which non-resident carriers may operate national road passenger transport services within a Member State cabotage | Συμβουλευτική επιτροπή για την εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές οδικές εμπορευματικές μεταφορές σ' ένα κράτος μέλος μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σ' αυτό ενδομεταφορές |
alternative motion for a resolution | εναλλακτική πρόταση ψηφίσματος |
appearance by the president in office of the Council before a committee of the EP | εκπροσώπηση του Προέδρου του Συμβουλίου ενώπιον επιτροπής του ΕΚ' παράσταση του Προέδρου του Συμβουλίου ενώπιον επιτροπής του ΕΚ |
application for a decision on admissibility | προβολή ενστάσεως απαραδέκτου |
application for interpretation of a judgment | αίτηση ερμηνείας |
application for revision of a judgment | αίτηση αναθεωρήσεως |
application for suspension of operation of a measure | αίτηση αναστολής εκτελέσεως |
as a body | ως σώμα |
to bring a case before the Court of Justice of the European Union | προσφεύγω στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
to bring a matter before the Court of Justice of the European Union | προσφεύγω στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
case coming before a Chamber | υπόθεση που έχει ανατεθεί ή υπαχθεί σε τμήμα |
choice of the language of a case | επιλογή της γλώσσας |
clear risk of a serious breach | σαφής κίνδυνος σοβαρής παραβίασης |
closure of a debate | περάτωση της συζητήσεως |
Committee for application of the regulation authorising voluntary participation by undertakings in the industrial sector in a Community eco-management and audit scheme EMAS | Επιτροπή για την εφαρμογή του κανονισμού που επιτρέπει την εκούσια συμμετοχή επιχειρήσεων του βιομηχανικού τομέα σε κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και οικολογικού ελέγχου EMAS |
Committee for execution of the specific programme of research, technological development and demonstration on a user-friendly information society 1999-2002 | Επιτροπή για την εκτέλεση του ειδικού προγράμματος έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης στον τομέα "Φιλική προς τον χρήστη κοινωνία των πληροφοριών" 1999-2002 |
Committee for implementation of a medium-term Community action programme on equal opportunities for men and women 1996 to 2000 | Επιτροπή για την εφαρμογή του κοινοτικού προγράμματος μεσοπρόθεσμης δράσης για την ισότητα των ευκαιριών ανδρών και γυναικών 1996-2000 |
Committee for implementation of a multiannual programme to stimulate the establishment of the Information Society in Europe 1998-2002; Promise | Επιτροπή για την εφαρμογή πολυετούς προγράμματος με στόχο την παροχή κινήτρων για την εδραίωση της κοινωνίας των πληροφοριών στην Ευρώπη Promise, 1998-2002 |
Committee for implementation of the programme establishing a single financing and programming instrument for cultural cooperation 2000-2004; Culture 2000 | Επιτροπή για την εφαρμογή του προγράμματος θέσπισης ενός ενιαίου οργάνου χρηματοδότησης και προγραμματισμού για την πολιτιστική συνεργασία "Culture 2000", 2000-2004 |
Committee for implementing the directive establishing a Community policy regarding water | Επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας που θεσπίζει ένα πλαίσιο κοινοτικής πολιτικής στον τομέα των υδάτων |
Committee for the adaptation to technical progress of the decision establishing a common procedure for the exchange of information on the quality of surface fresh water in the Community | Επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της απόφασης βάσει της οποίας θεσπίζεται κοινή διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με την ποιότητα των επιφανειακών γλυκών υδάτων στην Κοινότητα |
Committee on a uniform format for visas | Επιτροπή του άρθρου 6 |
Committee on defence against obstacles to trade which affect the market of the Community or a non-member country TBR | Επιτροπή για την άμυνα κατά των εμποδίων στο εμπόριο που έχουν αντίκτυπο στην αγορά της Κοινότητας ή μιας τρίτης χώρας ROC |
Committee on protection against the effects of the extra-territorial application of legislation adopted by a third country, and actions based thereon or resulting therefrom anti-boycott | Επιτροπή για την προστασία από τις συνέπειες της εξωεδαφικής εφαρμογής ορισμένων νόμων που θεσπίστηκαν από μια τρίτη χώρα και των μέτρων που βασίζονται σε αυτούς ή που απορρέουν από αυτούς κατά του εμπορικού αποκλεισμού |
Committee on the decision to set up a network for the epidemiological surveillance and control of communicable diseases | Επιτροπή για την εφαρμογή της απόφασης με στόχο τη δημιουργία ενός δικτύου επιδημιολογικής παρακολούθησης και ελέγχου των μεταδοτικών νόσων |
Committee on the introduction of a uniform format for visas | Επιτροπή του άρθρου 6 |
Council Regulation EC No 1234/2007 of 22 October 2007 establishing a common organisation of agricultural markets and on specific provisions for certain agricultural products | Κανονισμός ΕΚ αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα |
Council Regulation EC No 1234/2007 of 22 October 2007 establishing a common organisation of agricultural markets and on specific provisions for certain agricultural products | Ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ |
Directorate 1A - Human Resources | Διεύθυνση 1Α - Ανθρώπινο δυναμικό |
Directorate 1A - Internal Market, Environment, Transport | Διεύθυνση 1Α - Εσωτερική αγορά, Περιβάλλον, Μεταφορές |
Directorate 2A - Protocol/Conferences | Διεύθυνση 2Α - Πρωτόκολλο / Συσκέψεις |
Directorate-General A - Administration | Γενική Διεύθυνση Α - Προσωπικό |
Directorate-General A - Personnel and Administration | Γενική Διεύθυνση Α - Προσωπικό |
dispose of a procedural issue | περατώνεται η διαδικασία επί παρεμπίπτοντος ζητήματος αφορώντος ένσταση απαραδέκτου |
establishment of a common agricultural policy | θέσπιση κοινής γεωργικής πολιτικής |
exempt a witness from taking the oath | απαλλαγή του μάρτυρα από την όρκιση |
Fair Payment for Infrastructure Use: A phased approach to a common transport infrastructure charging framework in the EU - White Paper | Δίκαιη πληρωμή για τη χρήση της υποδομής: μια σταδιακή θέσπιση ενός κοινού πλαισίου για την χρέωση του κόστους της υποδομής των μεταφορών στην ΕΕ - Λευκή βίβλος |
give a case priority over others | εκδικάζω μια υπόθεση κατά προτεραιότητα |
give a decision as to costs | αποφαίνομαι επί των δικαστικών εξόδων |
give a decision on the action by reasoned order | αποφαίνομαι με αιτιολογημένη διάταξη |
to give a preliminary ruling | αποφαίνομαι με προδικαστική απόφαση ; αποφαίνομαι προδικαστικώς; εκδίδω προδικαστική απόφαση |
Group for a Europe of Democracies and Diversities | Ομάδα για την Ευρώπη της Δημοκρατίας και της Διαφοράς |
hear a case in camera | απόφαση για διεξαγωγή της συζητήσεως κεκλεισμένων των θυρών |
in order to evolve the broad lines of a common agricultural policy | για τη χάραξη των κατευθυντηρίων γραμμών κοινής γεωργικής πολιτικής |
inadmissibility of a matter | απαράδεκτο ενός θέματος συζήτησης |
to institute third-party proceedings to contest a judgment | ασκώ τριτανακοπή κατά απόφασης |
instrument of appointment of a Judge | πράξη διορισμού του δικαστή |
intervention of a case before the Court | παρέμβαση σε διαφορά εκκρεμή ενώπιον του Δικαστηρίου |
Item on which a procedural decision may be adopted by Coreper in accordance with Article 197 of the Council's Rules of Procedure. | σημείο για το οποίο η ΕΜΑ, σύμφωνα με το άρθ. 19, παρ. 7 του εσωτερικού κανονισμού του Συμβουλίου, μπορεί να λάβει διαδικαστική απόφαση |
item on which a vote may be requested | σημείο για το οποίο ενδέχεται να ζητηθεί ψηφοφορία |
joint motion for a resolution | κοινή πρόταση ψηφίσματος |
language of a case | γλώσσα διαδικασίας |
Legislative Quality Unit A - Economic and Scientific Policy | Μονάδα Ποιότητας της Νομοθεσίας Α - Οικονομική και επιστημονική πολιτική |
MEPs shall be elected by a list system of proportional representation | οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εκλέγονται από συνδυασμούς με αναλογικό σύστημα |
motion for a resolution | πρόταση ψηφίσματος |
natural or legal person having the nationality of a Member State | φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους |
non-legislative motion for a resolution | μη νομοθετική πρόταση ψηφίσματος |
object to a witness or an expert | ζητώ την εξαίρεση μάρτυρα ή πραγματογνώμονα |
official language of a Member State | επίσημη γλώσσα ενός κράτους μέλους |
omit to give a decision on a specific head of claim | παραλείπω να αποφανθώ ως προς ένα μεμονωμένο σημείο των αιτημάτων |
open a preparatory inquiry | αποφασίζω τη διεξαγωγή αποδείξεων |
opinion in the form of a letter | γνωμοδότηση υπό μορφή επιστολής |
order of a Chamber | Διάταξη τμήματος |
original of a pleading | πρωτότυπο διαδικαστικού εγγράφου |
party to a case | διάδικος σε υπόθεση |
party to a case | διάδικος |
payments in a given calendar year | ενισχύσεις που χορηγούνται για την περίοδο αναφοράς |
payments in a given calendar year | ενισχύσεις που χορηγούνται για ένα συγκεκριμένο ημερολογιακό έτος |
preparation of a case for hearing | προετοιμασία υποθέσεως |
progressive framing of a common Union defence policy | προοδευτικός προσδιορισμός κοινής αμυντικής πολιτικής της Ένωσης |
Protocol on goods originating in and coming from certain countries end enjoying special treatment when imported into a Member State | Πρωτόκολλο περί εμπορευμάτων καταγωγής και προελεύσεως ορισμένων χωρών και που απολαύουν ειδικού καθεστώτος κατά την εισαγωγή σε ένα κράτος μέλος |
question referred for a preliminary ruling | προδικαστικό ζήτημα |
question referred for a preliminary ruling | προδικαστικό ερώτημα |
reference for a preliminary ruling | προδικαστική παραπομπή |
referral for a preliminary ruling | προδικαστική παραπομπή |
referral of a case back to the Court | παραπομπή υποθέσεως στο Δικαστήριο |
referral of a case to a Chamber composed of a different number of Judges | παραπομπή της υποθέσεως σε τμήμα συγκείμενο από διαφορετικό αριθμό δικαστών |
registered post with a form for acknowledgement of receipt | συστημένη ταχυδρομική αποστολή έναντι αποδείξεως παραλαβής |
repetition of a previous inquiry | επανάληψη της διεξαγωγής αποδείξεως |
repetition of a previous inquiry | εκ νέου διεξαγωγή αποδείξεως |
sit as a full Court | συνεδριάζω σε ολομέλεια |
sit as a full Court | συνεδριάζω εν ολομελεία |
suspension of a sitting | διακοπή της συνεδρίασης |
term of office of a Judge | περίοδος ασκήσεως των καθηκόντων του δικαστή |
term of office of a Judge | περίοδος ασκήσεως καθηκόντων του δικαστή |
time-limit extended on account of distance by a single period | κατ' αποκοπήν παρέκταση των δικονομικών προθεσμιών λόγω αποστάσεως |
where a case does not proceed to judgment | σε περίπωση καταργήσεως της δίκης |
where a case does not proceed to judgment | αν η εκδίκαση της υποθέσεως δεν καταλήξει στην έκδοση αποφάσεως |
zone of prosperity and a friendly neighbourhood | χώρος ευημερίας και καλής γειτονίας |