DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Politics containing Term | all forms | exact matches only
EnglishGreek
Committee for implementation of a medium-term Community action programme on equal opportunities for men and women 1996 to 2000Επιτροπή για την εφαρμογή του κοινοτικού προγράμματος μεσοπρόθεσμης δράσης για την ισότητα των ευκαιριών ανδρών και γυναικών 1996-2000
Committee on harmonisation of the provisions concerning export credit insurance for transactions with medium and long-term coverΕπιτροπή για την εναρμόνιση των βασικών διατάξεων που ισχύουν για την ασφάλιση των εξαγωγικών πιστώσεων όσον αφορά τις πράξεις που τυγχάνουν μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης κάλυψης
expiry of the term of office of the Registrarλήξη της θητείας του γραμματέα
Long-Term Vision Coordination Project Officerανώτερος υπάλληλος σχεδίου για τον συντονισμό της μακροπρόθεσμης προοπτικής
parliamentary termκοινοβουλευτική περίοδος
special price support guarantee for long-term storage contract holdersαπόσταξη "εγγύησης αισίου πέρατος"
term of officeδιάρκεια της εντολής
term of officeδιάρκεια της ασκήσεως των καθηκόντων
term of office of a Judgeπερίοδος ασκήσεως των καθηκόντων του δικαστή
term of office of a Judgeπερίοδος ασκήσεως καθηκόντων του δικαστή
the term of office of the membersδιάρκεια θητείας των μελών