DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Materials science containing ψήσιμο | all forms
GreekGerman
αναντίστρεπτη διαστολή κατά το ψήσιμοWachsen im Brand
ανεπαρκές ψήσιμοNichtaushärtung
διαστολή,διόγκωση κατά το ψήσιμοBrennwachsen
ρωγμή από ψήσιμοBrandriss
συστολή-διόγκωση στο ψήσιμοBrennschwindung
ψήσιμο για τη στερέωση της διακόσμησηςDekorbrand
ψήσιμο με κονιοποιημένο κάρβουνοKohlenstaubfeuerung