DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Materials science containing σύστημα | all forms
GreekGerman
αυτοσυντηρούμενο σύστημαBootstrap-System
αυτοσυντηρούμενο σύστημαselbsterzeugendes System
αυτοσυντηρούμενο σύστημαselbsterzeugender Kreislauf
αυτοσυντηρούμενο σύστημαBootstrap
βοηθητικό σύστημαHilfssystem
κινητό σύστημα αποθήκευσηςmobiles Speicherungssystem
παράλληλο σύστημαParallel-System
σταθερό σύστημα αποθήκευσηςstationäre Speicherung
σταθερό σύστημα αποθήκευσηςbodenfeste Speicherung
σύνδεση στο αστικό σύστημα κεντρικής θέρμανσηςAnschluss an die Fernheizung
σύστημα αισθητήρων για τον έλεγχο της παραγωγικής διαδικασίαςSensorsystem für die Prozeßsteuerung
σύστημα αναφοράς ΕE-System
σύστημα αναφοράς ΜMittenrauhwert
σύστημα αυτομάτου ελέγχουRegler
σύστημα αυτόματης καταστροφήςSelbstzerstörungssystem
σύστημα διασφάλισης ποιότηταςQualitätssicherungssystem
σύστημα εκκίνησηςEntlueftungsvorrichtung
σύστημα εκκίνησηςAnsaugvorrichtung
σύστημα λίπανσης με νέφοςDruckluft-Öler
σύστημα λίπανσης με νέφοςDruckluft-Trockner
σύστημα λίπανσης με νέφοςDruckluft-Reiniger
σύστημα μακροπρόθεσμων στοιχείων των υποδομώνlangfristiges Daten-Infrastruktursystem
σύστημα με αυτοτροφοδότησηBootstrap-System
σύστημα με αυτοτροφοδότησηselbsterzeugendes System
σύστημα με αυτοτροφοδότησηselbsterzeugender Kreislauf
σύστημα με αυτοτροφοδότησηBootstrap
σύστημα περιστροφήςUmkehrsystem
σύστημα σε σειράRelaisbetrieb
σύστημα συναγερμούAlarmanlage
σύστημα συναγερμών πυρκαγιάςBrandmeldeanlage
σύστημα χρονυστέρησηςVerzögerungsanlage
φωτοηλεκτρικό σύστημα ελέγχουlichtelektrische Steurung
φωτοηλεκτρικό σύστημα ελέγχουFotozellensteuerung