DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Materials science containing σταθμός | all forms
GreekEnglish
κεντρικός ψυκτικός σταθμόςcold store complex
κεντρικός ψυκτικός σταθμόςcold store facility
κεντρικός ψυκτικός σταθμόςcold store combine
μόνιμος σταθμός ραδιοεπικοινωνίαςpermanent radio station
μόνιμος σταθμός ραδιοεπικοινωνίαςfixed radio station
σταθμός αποθηκεύσεως άνθρακαcoal bunkering quay
σταθμός αποθηκεύσεως άνθρακαcoal bunkering wharf
σταθμός αποθηκεύσεως άνθρακαcoal bunkering berth
σταθμός ελέγχουcontrol room
σταθμός καθοδήγησηςpilot's post
σταθμός ομαδοποίησηςgrouping station
σταθμός ομαδοποίησηςcollating station
σταθμός πλευρικής σφράγισηςside sealing station
σταθμός συμπαραγωγής ηλεκτρισμού-θερμότηταςcombined heat and power station
σταθμός συμπαραγωγής ηλεκτρισμού-θερμότηταςco-generation power station
σταθμός συσσώρευσηςaccumulation station
σταθμός ταξινόμησηςgrouping station
σταθμός ταξινόμησηςcollating station