DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Materials science containing load | all forms | exact matches only
EnglishGreek
a large number of load cycles for determining the fatigue strengthμεγάλος αριθμός κύκλων φορτίου για τον προσδιορισμό της αντοχής σε κόπωση
buckling loadφορτίο κατάρρευσης
centrally applied loadκεντρικά εφαρμοζόμενο φορτίο
centre-point loadδιάμεσος φόρτισις
connected loadσυνδεδεμένο φορτίο
connected loadφορτίο σύνδεσης
connected loadισχύς παροχής
deformation under loadπαραμόρφωση λόγω φορτίου
fatigue risk caused by dynamic loadκίνδυνος κόπωσης προκαλούμενος από δυναμικό φορτίο
fire loadκαύσιμο φορτίο
floating loadαναρτημένο φορτίο
four-point loadφόρτισις εις δύο σημεία
high load factor consumerκαταναλωτής υψηλού συντελεστού φορτίου
high load factor consumerκαταναλωτής με υψηλό συντελεστή φόρτισης
imposed loadεπιβαλλόμενο φορτίο
load binκιβώτιο φορτίου
load caseπερίπτωση φορτίου
low load factor consumerκαταναλωτής χαμηλού συντελεστού φορτίου
low load factor consumerκαταναλωτής με χαμηλό συντελεστή φόρτισης
low load factor tariffτιμολόγιο χαμηλού συντελεστή χρησιμοποίησης
low load factor tariffτιμολόγιο συντελεστού χαμηλής φόρτισης
reversed load cycleκύκλος αντίθετων φορτίσεων
rope for securing wagon loadsσχοινί στερέωσης του φορτίου
two-point loadφόρτισις εις δύο σημεία