Greek | Spanish |
αρίθμηση και ταυτότητα υλικών | recuento e identificación de material |
αστυνομική ταυτότητα | documento de identidad |
αφαίρεση των στοιχείων ταυτότητας | desidentificación |
βεβαίωση ταυτότητας προξενικής αρχής | tarjeta de registro consular |
Διακομματική Ομάδα "Προστασία της Εθνικής Ταυτότητας της Κύπρου" | Intergrupo sobre la protección de la indentidad nacional de Chipre |
εξακρίβωση ταυτότητας | identificación |
επιβεβαιώνω την ταυτότητα ενός αντίγραφου με το πρωτότυπο | certificar conforme |
ευρωπαϊκή ταυτότητα σε θέματα ασφάλειας και άμυνας | identidad europea de seguridad y defensa |
ευρωπαϊκή ταυτότητα στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας | identidad europea de defensa |
ευρωπαϊκή ταυτότητα στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας | identidad europea de seguridad y de defensa |
ευρωπαϊκή ταυτότητα στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας | Identidad Europea de Seguridad y Defensa |
κατάχρηση ταυτότητας | usurpación de identidad |
κατάχρηση ταυτότητας | uso público de nombre supuesto |
νομισματική ταυτότητα της Kοινότητας | identidad monetaria de la Comunidad |
Ομάδα Ταυτότητα, Παράδοση, Κυριαρχία | Grupo Identidad, Tradición, Soberanía |
προσωπικός αριθμός ταυτότητας | número de identificación personal |
προσωρινή βεβαίωση ταυτότητας | certificación provisional de identidad |
Πρόγραμμα κατάρτισης, ανταλλαγών και συνεργασίας στον τομέα των εγγράφων ταυτότητας' Πρόγραμμα Sherlock | programa de formación, de intercambios y de cooperación en el ámbito de los documentos de identidad |
Πρόγραμμα κατάρτισης, ανταλλαγών και συνεργασίας στον τομέα των εγγράφων ταυτότητας' Πρόγραμμα Sherlock | Programa SHERLOCK |
πρόγραμμα κατάρτισης,ανταλλαγών και συνεργασίας στον τομέα των εγγράφων ταυτότητας | programa de formación,de intercambios y de cooperación en el ámbito de los documentos de identidad |
πρόγραμμα κατάρτισης,ανταλλαγών και συνεργασίας στον τομέα των εγγράφων ταυτότητας | programa Sherlock |
στρατιωτικό δελτίο ταυτότητας | documento de identidad militar |
συμπληρωματικός έλεγχος ταυτότητας | gestión de identificación conplementaria |
ταυτότητα ανηλίκου υπέχουσα θέση διαβατηρίου | documento de identidad para menor con valor de pasaporte |
ταυτότητα που επιτρέπει την είσοδο σε δημόσιο κατάστημα | billete de entrada a un establecimiento público |
υπηρεσιακή ταυτότητα δημοσίου υπαλλήλου | tarjeta de servicio de un organismo público |
υποκλοπή ταυτότητας | usurpación de identidad |
υποκλοπή ταυτότητας | usurpación de estado civil |
φυσική διακρίβωση ταυτότητας | identificación física |