DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject General containing σκάφος | all forms
GreekGerman
αξιωματούχος επιβαίνων σε σκάφος τρίτης χώραςSchiffsbegleitung
αποβατικό σκάφοςLandungsboot
εξοπλισμένο εμπορικό σκάφοςKaperschiff
κοινοτικό αλιευτικό σκάφοςFischereifahrzeug der Gemeinschaft
σκάφος παροχής βοήθειαςParagraphschiff
σκάφος παροχής βοήθειαςKüstenboot
σκάφος συλλογής πετρελαίου' σκάφος συλλογής πετρελαιοκηλίδας' αντιρρυπαντικό σκάφοςÖlbekämpfungsschiff
συμφωνία για την επιβίβαση αξιωματούχων σε σκάφος άλλης χώραςVereinbarung über Schiffsbegleitung
σωστικό σκάφοςÜberlebensfahrzeug
τοποθετημένο στο σκάφοςan Bord genommen