DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject General containing πρότυπο | all forms
GreekGerman
αιτιοκρατικό πρότυπο,ντετερμινιστικό μοντέλοdeterministisches Modell
γλωσσικό πρότυποsprachliches Muster
ευρωπαϊκό αγροτικό πρότυποeuropäisches Agrarmodell
ευρωπαϊκό πρότυπο αγροτικής ανάπτυξηςModell der ländlichen Entwicklung Europas
ευρωπαϊκό πρότυπο ασφάλειαςeuropäisches Sicherheitsmodell
πρότυπο έργοPilotvorhaben
πρότυπο έργοPilotprojekt
πρότυπο έργοModellvorhaben
πρότυπο ανοικτής περιφερειοποίησηςModell des "offenen Regionalismus"
πρότυπο αστικής ανάπτυξηςModell der städtichen Entwicklung
πρότυπο εμπορικών συναλλαγώνArt der Handelsbeziehungen
πρότυπο ορολογίαςTerminologienorm
πρότυπο παράδειγμαParadigma
πρότυπο παράδειγμαMusterbeispiel
πρότυπο σχέδιοPilotvorhaben
πρότυπο σχέδιοModellvorhaben
Πρότυπο σχέδιο χρηματικής ενίσχυσης για μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων,θεατρικών έργων και έργων αναφοράςPilotprojekt:Zuschuß zur Förderung der Übersetzung von literarischen Werken,Theaterstücken und Nachschlagewerken
Πρότυπο σχέδιο χρηματικής ενίσχυσης για μεταφράσεις σύγχρονων λογοτεχνικών έργωνBeihilfen zur Übersetzung von Werken der zeitgenössischen Literatur-Pilotprojekt
πρότυπο του Διεθνούς Οργανισμού Τυποποίησης ISOISO-Norm
πρότυπο,υπόδειγμαModell
τυποποιημένο πρότυποStandardmodell
τυποποιημένο πρότυποStandardausführung