DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject General containing είσπραξη | all forms
GreekFrench
Ειδική Συμφωνία για τις αξίες προς είσπραξηArrangement concernant les recouvrements
η είσπραξη της εισφοράς των εισφορών κατά την εισαγωγή περιορίζεται σε ένα μέγιστο ποσό 10% κατ'αξίαle prélèvement applicable à l'importation est plafonné à 10%
οριστική είσπραξη 2. οριστική καταχώρηση στα έσοδαprise en recette définitive
Πολυμερής Συμφωνία σχετική με την είσπραξη τελών διαδρομήςAccord multilatéral relatif à la perception des redevances de route