Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Bulgarian
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Italian
Latvian
Lithuanian
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Serbian
Spanish
Terms
for subject
General
containing
ατμόσφαιρα
|
all forms
Greek
French
βαλβίδα εκτονώσεως του ατμού στην
ατμόσφαιρα
soupape de décharge de vapeur à l'atmosphère
διαρκής έλεγχος της περιεκτικότητος σε ραδιενέργεια της
ατμοσφαίρας
,των υδάτων και του εδάφους
contrôle permanent du taux de la radioactivité de l'atmosphère des eaux et du sol
διατηρείται σε
ατμόσφαιρα
...
το είδος του αδρανούς αερίου καθορίζεται από τον κατασκευαστή
conserver sous
gaz inerte à spécifier par le fabricant
διατηρείται σε
ατμόσφαιρα
...
το είδος του αδρανούς αερίου καθορίζεται από τον κατασκευαστή
conserver sous...
gaz inerte à spécifier par le fabricant
διατηρείται σε
ατμόσφαιρα
...
το είδος του αδρανούς αερίου καθορίζεται από τον κατασκευαστή
S6
δραστική αεροδυναμική
ατμόσφαιρα
atmosphère aérodynamique efficace
κίνδυνος εκρήξεως εάν θερμανθεί σε κλειστή
ατμόσφαιρα
risque d'explosion si chauffé en ambiance confinée
κίνδυνος εκρήξεως εάν θερμανθεί σε κλειστή
ατμόσφαιρα
R44
μέσα επικοινωνίας εξωτερικής
ατμόσφαιρας
milieux exoatmosphériques
μέσα επικοινωνίας εξωτερικής
ατμόσφαιρας
environnement exo-atmosphérique
πίεση μίας
ατμόσφαιρας
pression de 1 atmosphère
πρότυπη
ατμόσφαιρα
του ΟΑCΙ
atmosphère OACI
πρότυπη
ατμόσφαιρα
του Παγκόσμιου Οργανισμού Διεθνούς Πολιτικής Αεροπορίας
atmosphère type de l'OACI
πρότυπη
ατμόσφαιρα
του Παγκόσμιου Οργανισμού Διεθνούς Πολιτικής Αεροπορίας
atmosphère OACI
σταθερή
ατμόσφαιρα
εργαστηρίου
atmosphère du laboratoire standard
τοξική
ατμόσφαιρα
atmosphère toxique
Get short URL