DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject General containing ατμόσφαιρα | all forms
GreekFrench
βαλβίδα εκτονώσεως του ατμού στην ατμόσφαιραsoupape de décharge de vapeur à l'atmosphère
διαρκής έλεγχος της περιεκτικότητος σε ραδιενέργεια της ατμοσφαίρας,των υδάτων και του εδάφουςcontrôle permanent du taux de la radioactivité de l'atmosphère des eaux et du sol
διατηρείται σε ατμόσφαιρα...το είδος του αδρανούς αερίου καθορίζεται από τον κατασκευαστήconserver sous gaz inerte à spécifier par le fabricant
διατηρείται σε ατμόσφαιρα...το είδος του αδρανούς αερίου καθορίζεται από τον κατασκευαστήconserver sous...gaz inerte à spécifier par le fabricant
διατηρείται σε ατμόσφαιρα...το είδος του αδρανούς αερίου καθορίζεται από τον κατασκευαστήS6
δραστική αεροδυναμική ατμόσφαιραatmosphère aérodynamique efficace
κίνδυνος εκρήξεως εάν θερμανθεί σε κλειστή ατμόσφαιραrisque d'explosion si chauffé en ambiance confinée
κίνδυνος εκρήξεως εάν θερμανθεί σε κλειστή ατμόσφαιραR44
μέσα επικοινωνίας εξωτερικής ατμόσφαιραςmilieux exoatmosphériques
μέσα επικοινωνίας εξωτερικής ατμόσφαιραςenvironnement exo-atmosphérique
πίεση μίας ατμόσφαιραςpression de 1 atmosphère
πρότυπη ατμόσφαιρα του ΟΑCΙatmosphère OACI
πρότυπη ατμόσφαιρα του Παγκόσμιου Οργανισμού Διεθνούς Πολιτικής Αεροπορίαςatmosphère type de l'OACI
πρότυπη ατμόσφαιρα του Παγκόσμιου Οργανισμού Διεθνούς Πολιτικής Αεροπορίαςatmosphère OACI
σταθερή ατμόσφαιρα εργαστηρίουatmosphère du laboratoire standard
τοξική ατμόσφαιραatmosphère toxique