DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject General containing αρχείο | all forms
GreekEnglish
αρχείο αποδεικτικών στοιχείωνrecords of evidence
αρχείο δεδoμέvωv εργασίαςwork files
αρχείο εγγράφων στοιχείων του σχεδιασμούdesign documents
αρχείο μεταφραστών-εξωτερικών συνεργατώνregister of freelance translators
αρχείο,φάκελοςfile
Αρχείο Φακέλων Τελωνειακών Ερευνώνcustoms files identification database
αυτοματοποιημένο αρχείοautomated data file
διοικητική επιστολή θέσης σε αρχείοcomfort letter
διοικητική επιστολή θέσης σε αρχείοadministrative letter
διοικητική επιστολή σχετικά με το ότι η υπόθεση μπήκε στο αρχείοcomfort letter
διοικητική επιστολή σχετικά με το ότι η υπόθεση μπήκε στο αρχείοadministrative letter
κατατίθεται στο αρχείοto be deposited in the archives
Μερικά αντεστραμένο αρχείοPartly-inverted file
μόνιμο αρχείο δελτίων προσωπικούpermanent staff card index
πηγαίο αρχείοsource file