DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject General containing απασχόληση | all forms
GreekEnglish
απασχόληση και κοινωνικές υποθέσειςEmployment and Social Affairs
απασχόληση στη βιομηχανίαindustrial employment
απασχόληση στη γεωργίαagricultural employment
απασχόληση στον τομέα της παροχής υπηρεσιώνservice employment
απασχόληση των γυναικώνfemale employment
γεωργοί κατά κύρια απασχόλησηfarmer practising farming as his main occupation
ελευθέρα απασχόληση του ειδικευμένου δυναμικούfreedom of employment for specialists
ευρωπαϊκές κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόλησηEuropean Employment Guidelines
Ευρώπη 2020: Νέα ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση και την ανάπτυξηEurope 2020 strategy
Ευρώπη 2020: Νέα ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση και την ανάπτυξηEurope 2020 Strategy for Jobs and Growth
Ευρώπη 2020: Νέα ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση και την ανάπτυξηEUROPE 2020 A strategy for smart, sustainable and inclusive growth
Ευρώπη 2020: Νέα ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση και την ανάπτυξηEurope 2020 strategy for jobs and smart, sustainable and inclusive growth
Ευρώπη 2020: Νέα ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση και την ανάπτυξηEU 2020 strategy
η απασχόληση στη δημόσια διοίκησηemployment in the public service
κοινοτική προτίμηση στην απασχόλησηCommunity employment preference
μερική απασχόλησηpart-time activity
μερική απασχόλησηfull-time activity
πλήρης απασχόλησηpart-time activity
πλήρης απασχόλησηfull-time activity
πριμοδότηση στην απασχόλησηemployment premium
Συνέδριο "'Ελεγχος εξοπλισμού και απασχόληση"Colloquium on Arms Control and Employment
τοπική πρωτοβουλία για την απασχόλησηlocal employment initiative
Υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ, υπεύθυνη για την ΑπασχόλησηState Secretary to the Prime Minister, with responsibility for Employment