Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Bulgarian
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Italian
Latvian
Lithuanian
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Spanish
Terms
for subject
General
containing
απασχόληση
|
all forms
Greek
English
απασχόληση
και κοινωνικές υποθέσεις
Employment and Social Affairs
απασχόληση
στη βιομηχανία
industrial employment
απασχόληση
στη γεωργία
agricultural employment
απασχόληση
στον τομέα της παροχής υπηρεσιών
service employment
απασχόληση
των γυναικών
female employment
γεωργοί κατά κύρια
απασχόληση
farmer practising farming as his main occupation
ελευθέρα
απασχόληση
του ειδικευμένου δυναμικού
freedom of employment for specialists
ευρωπαϊκές κατευθυντήριες γραμμές για την
απασχόληση
European Employment Guidelines
Ευρώπη 2020: Νέα ευρωπαϊκή στρατηγική για την
απασχόληση
και την ανάπτυξη
Europe 2020 strategy
Ευρώπη 2020: Νέα ευρωπαϊκή στρατηγική για την
απασχόληση
και την ανάπτυξη
Europe 2020 Strategy for Jobs and Growth
Ευρώπη 2020: Νέα ευρωπαϊκή στρατηγική για την
απασχόληση
και την ανάπτυξη
EUROPE 2020 A strategy for smart, sustainable and inclusive growth
Ευρώπη 2020: Νέα ευρωπαϊκή στρατηγική για την
απασχόληση
και την ανάπτυξη
Europe 2020 strategy for jobs and smart, sustainable and inclusive growth
Ευρώπη 2020: Νέα ευρωπαϊκή στρατηγική για την
απασχόληση
και την ανάπτυξη
EU 2020 strategy
η
απασχόληση
στη δημόσια διοίκηση
employment in the public service
κοινοτική προτίμηση στην
απασχόληση
Community employment preference
μερική
απασχόληση
part-time activity
μερική
απασχόληση
full-time activity
πλήρης
απασχόληση
part-time activity
πλήρης
απασχόληση
full-time activity
πριμοδότηση στην
απασχόληση
employment premium
Συνέδριο "'Ελεγχος εξοπλισμού και
απασχόληση
"
Colloquium on Arms Control and Employment
τοπική πρωτοβουλία για την
απασχόληση
local employment initiative
Υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ, υπεύθυνη για την
Απασχόληση
State Secretary to the Prime Minister, with responsibility for Employment
Get short URL