Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Bulgarian
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Latvian
Lithuanian
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Serbian Latin
Spanish
Terms
for subject
General
containing
ανανέωση
|
all forms
Greek
English
ανανέωση
συμφωνίας
renewal of an agreement
ανανέωση
της αδείας
re-authorization
ανανέωση
της θητείας
renewal
ανανέωση
των αστικών κέντρων
urban renewal
ανανέωση
των πιστώσεων
roll over funding
αποθεματικό για
ανανέωση
allocation to renewal
Δημοκρατική
Ανανέωση
Democratic Renewal
Δημοκρατική
Ανανέωση
Democratic Renewal Party
κάθε τρία έτη γίνεται μερική
ανανέωση
των δικαστών
every three years there shall be a partial replacement of the Judges
Κίνημα για την
ανανέωση
της Σερβίας
Serbian Movement for Renewal
Κίνημα για την
ανανέωση
της Σερβίας
Serbian Renaissance Movement
Κίνημα για την
ανανέωση
της Σερβίας
Serbian Renewal Party
Κίνημα για την
ανανέωση
της Σερβίας
Serbian Renewal Movement
Κίνημα για την
ανανέωση
της Σερβίας
Movement for the Renewal of Serbia
κεφάλαιο για
ανανέωση
allocation to renewal
Ομάδα Εργασίας "
Ανανέωση
του Προγράμματος"
Working Party on Programme Renewal
σιωπηρή
ανανέωση
; σιωπηρή παράταση
tacit renewal
σιωπηρή
ανανέωση
; σιωπηρή παράταση
tacit extension
Συμβούλιο της Λισσαβώνας για την οικονομική ανταγωνιστικότητα και την κοινωνική
ανανέωση
Lisbon Council for Economic Competitiveness and Social Renewal
Συμβούλιο της Λισσαβώνας για την οικονομική ανταγωνιστικότητα και την κοινωνική
ανανέωση
Lisbon Council
Υφυπουργός Περιβάλλοντος με ειδική αρμοδιότητα για τον Οικισμό και την Πολεοδομική
Ανανέωση
Minister of State at the Department of the Environment with special responsibility for Housing and Urban Renewal
Get short URL