DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject General containing αλυσίδα | all forms
GreekEnglish
αλυσίδα εφοδιασμούsupply chain
αλυσίδα εφοδιασμού στον τομέα της άμυναςlogistical chain
αλυσίδα εφοδιασμού στον τομέα της άμυναςdefence supply chain
αλυσίδα της προστιθεμένης αξίαςvalue chain
αλυσίδα της προστιθεμένης αξίαςvalue-added chain
αλυσίδα της προστιθεμένης αξίαςadded value chain
αυτόματη ταίστρα με με αλυσίδαautomatic chain feeder
Πρόγραμμα προσθέσεων σε αλυσίδαChain additions program
υλικοτεχνική αλυσίδαlogistical chain
υλικοτεχνική αλυσίδαdefence supply chain