DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject General containing αλλαγή | all forms
GreekEnglish
αλλαγή ειδικής υποχρέωσηςchange in particular obligation
Αλλαγή ελέγχουControl change
Αλλαγή ελέγχουComparing control change
αλλαγή κατάστασηςchange of state
αλλαγή πορείας, καθυστερήσεωςback-tracking
αλλαγή της νομολογίαςdistinction from earlier case law
αλλαγή τόπου υπηρεσίαςtransfer to a new geographical area of employment
αλλαγή φάσεως β-αbeta-alpha phase change
αλλαγή χρήσεωςchange in use
ανθρωπογενής κλιματική αλλαγήman-made climate change
ανθρωπογενής κλιματική αλλαγήanthropogenic climate change
Ασήμαντη αλλαγή ελέγχουMinor control change
15η Διάσκεψη των συμβαλλόμενων μερών της Σύμβασης πλαισίου των ΗΕ για την αλλαγή του κλίματοςUnited Nations Climate Conference
15η Διάσκεψη των συμβαλλόμενων μερών της Σύμβασης πλαισίου των ΗΕ για την αλλαγή του κλίματοςThe COP15 Climate Conference
15η Διάσκεψη των συμβαλλόμενων μερών της Σύμβασης πλαισίου των ΗΕ για την αλλαγή του κλίματοςCopenhagen Conference on climate change
15η Διάσκεψη των συμβαλλόμενων μερών της Σύμβασης πλαισίου των ΗΕ για την αλλαγή του κλίματος15th Conference of the Parties to the United Nations Framework Convention on Climate Change
Μείζων αλλαγή ελέγχουMajor control change
Μεσογειακή πρωτοβουλία για την κλιματική αλλαγήMediterranean Initiative on Climate Change
Μεσογειακή πρωτοβουλία για την κλιματική αλλαγήMediterranean Climate Change Initiative
πληθυσμιακή αλλαγήpopulation change
Προσαρμογή του εργατικού δυναμικού στη βιομηχανική αλλαγήCommunity initiative on adaptation of the workforce to industrial change
Προσαρμογή του εργατικού δυναμικού στη βιομηχανική αλλαγήAdaptation of the Workforce to Industrial Change
συμμαχία όσον αφορά την αλλαγή του κλίματος του πλανήτηGlobal Climate Change Alliance
φυσική πληθυσμιακή αλλαγήnatural population change