French | Greek |
agent anti-détonant | πρόσθετο για την αύξηση του αριθμού οκτανίου |
agent antipromoteur | ανταγωνιστικοί παράγοντες |
agent anti-promoteur | ανταγωνιστικοί παράγοντες |
agent antistatique | αντιστατικό μέσο |
agent anti-ultraviolet | UV σταθεροποιητής |
agent anti-UV | UV σταθεροποιητής |
agent aqueux | ένυδρο μέσο |
agent chargé de la remise | παραδίδων υπάλληλος |
agent chargé de la réadmission | παραλαμβάνων υπάλληλος |
agent chimique létal | θανατηφόρος χημική ουσία |
agent constituant l'escorte | συνοδεύων υπάλληλος |
agent contrôleur | ελεγκτικός υπάλληλος γραµµατείας |
agent cynéphile de sécurité | συνοδός αστυνομικού σκύλου |
agent de contact | αστυνομικός σύνδεσμος |
agent de dissuasion | όπλο αποτροπής |
agent de dissuasion | δύναμη αποτροπής |
agent de développement local et régional | τοπικός και περιφερειακός αναπτυξιακός φορέας |
agent de la Cour des comptes | υπάλληλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου |
agent de liaison | αξιωματικός-σύνδεσμος |
agent de police | αστυνομικό όργανο |
agent de poste frontière | προσωπικό μεθοριακού σταθμού |
agent d'escorte | συνοδεύων υπάλληλος |
agent d'extinction d'incendie | μέσο πυρόσβεσης |
agent d'exécution | εκτελεστικός υπάλληλος |
agent délégué | εξουσιοδοτημένος υπάλληλος |
agent d'établissement du Centre commun de recherches nucléaires CCRN | μέλος του προσωπικού εγκατάστασης του Κοινού Κέντρου Πυρηνικών Ερευνών |
agent extincteur | μέσο πυρόσβεσης |
agent gélifiant | πηκτικό ; πηκτωματοποιητής |
agent lié | συνδεδεμένος αντιπρόσωπος |
agent méthémoglobinisant | παράγοντας σχηματισμού μεθαιμοσφαιρίνης |
agent pathogène | παθογόνος παράγοντας' παθογόνος οργανισμός |
agent public | δημόσιος λειτουργός |
agent public nommé | διορισμένος αξιωματούχος |
Agent technique chef de travaux | Tεχνικός υπάλληλος επικεφαλής εργαστηρίου |
agent thermique | Θερμικός παράγοντας |
agent vésicant | φλυκταινογόνος ουσία |
citoyen en âge de vote | πολίτης που έχει ηλικία ψήφου |
commis d'agent de change | αντικρυστής |
congé supplémentaire pour l'âge | πρόσθετη άδεια ανάλογα με την ηλικία |
Convention concernant l'âge d'admission des enfants aux travaux non industriels | Σύμβαση για το κατώτατο όριο ηλικίας των ανηλίκων στις μη βιομηχανικές εργασίες |
Convention révisée de l'âge minimum industrie, 1937 C59 | Σύμβαση "περί κατωτάτου ορίου ηλικίας των ανηλίκων εις τας βιομηχανικάς εργασίας" αναθεωρημένη |
Convention fixant l'âge minimum d'admission des enfants au travail maritime révisée en 1936 | Σύμβαση "περί ελαχίστου ορίου ηλικίας παραδοχής παίδων εν τη ναυτική υπηρεσία" αναθεωρημένη |
Convention fixant l'âge minimum d'admission des enfants au travail maritime | Σύμβαση "περί κατωτάτου ορίου ηλικίας των ανηλίκων εν τη ναυτική εργασία" |
Convention fixant l'âge minimum d'admission des enfants aux travaux industriels | Σύμβαση "περί κατωτάτου ορίου ηλικίας των ανηλίκων εις τας βιομηχανικάς εργασίας" |
Convention fixant l'âge minimum d'admission des jeunes gens au travail en qualité de soutiers ou chauffeurs | Σύμβαση "περί κατωτάτου ορίου ηλικίας προς πρόσληψιν νέων υπό την ιδιότητα θερμαστού ή ανθρακέως" |
Convention révisée sur l'âge minimum travail maritime, 1936 | Σύμβαση "περί ελαχίστου ορίου ηλικίας παραδοχής παίδων εν τη ναυτική υπηρεσία" αναθεωρημένη |
Convention sur l'âge minimum industrie, de 1919 C5 | Σύμβαση "περί κατωτάτου ορίου ηλικίας των ανηλίκων εις τας βιομηχανικάς εργασίας" |
Convention sur l'âge minimum soutiers et chauffeurs, de 1921 C15 | Σύμβαση "περί κατωτάτου ορίου ηλικίας προς πρόσληψιν νέων υπό την ιδιότητα θερμαστού ή ανθρακέως" |
Convention révisée sur l'âge minimum travaux non industriels, de 1937 C60 | Σύμβαση για το κατώτατο όριο ηλικίας των ανηλίκων στις μη βιομηχανικές εργασίες αναθεωρημένη |
Convention sur l'âge minimum travaux non industriels, de 1932 C33 | Σύμβαση για το κατώτατο όριο ηλικίας των ανηλίκων στις μη βιομηχανικές εργασίες |
Convention sur le consentement au mariage, l'âge minimum du mariage et l'enregistrement des mariages | Σύμβαση για τη συναίνεση σε γάμο, το ελάχιστο όριο ηλικίας σύναψης γάμου και την επίσημη καταχώρηση των γάμων |
différence d'âge | διαφορά ηλικίας |
en cas de parité de voix pour l'élection des vice-présidents, le candidat est proclamé élu au bénéfice de l'âge | κατά την εκλογή αντιπροέδρου, σε περίπτωση ισοψηφίας,αντιπρόεδρος εκλέγεται ο πρεσβύτερος υποψήφιος |
femmes en âge d'enfanter | γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία |
fonctionnaire ou agent d'Etat | μόνιμος ή μη μόνιμος δημόσιος υπάλληλος |
fonctionnaire ou agent en activité | εν ενεργεία υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού |
fourchettes d'âge | ψαλίδα ηλικίας |
Groupe de liaison des personnes âgées | Ομάδα συνδέσμου για τους ηλικιωμένους |
l'Assemblée est présidée par le doyen d'âge | στη Συνέλευση προεδρεύει το πρεσβύτερο μέλος της |
limite d'âge | όριο ηλικίας |
marqueur de genre et d'âge | δείκτης φύλου-ηλικίας |
ministre fédéral de la famille, des personnes âgées, de la condition féminine et de la jeunesse | Ομοσπονδιακή Υπουργός Οικογένειας, Ηλικιωμένων Ατόμων, Γυναικών και Νεολαίας |
pyramide d'âge | πυραμίδα ηλικιών |
report de la limite d'âge | παράταση του ορίου ηλικίας |
secrétaire d'Etat au ministère fédéral de la famille, des personnes âgées, de la condition féminine et de la jeunesse | Υφυπουργός, Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικογένειας, Ηλικιωμένων Ατόμων, Γυναικών και Νεολαίας |
secrétaire d'Etat parlementaire auprès du ministre fédéral de la famille, des personnes âgées, de la condition féminine et de la jeunesse | Κοινοβουλευτική Υφυπουργός, Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικογένειας, Ηλικιωμένων Ατόμων, Γυναικών και Νεολαίας |
âge glaciaire | εποχή παγετώνων |
âge électoral | πολιτική ενηλικότητα |
âge électoral | εκλογική ηλικία |