English | Greek |
access time | χρόνος αποκατάστασης |
Agreement amending for the second time the Partnership Agreement between the members of the African, Caribbean and Pacific Group of States, of the one part, and the European Community and its Member States, of the other part | Συμφωνία για την τροποποίηση για δεύτερη φορά της συμφωνίας εταιρικής σχέσης μεταξύ της ομάδας κρατών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφετέρου |
Agreement amending the Cotonou Agreement for the first time | Συμφωνία για την τροποποίηση της συμφωνίας εταιρικής σχέσης μεταξύ των μελών της ομάδας των κρατών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφετέρου |
Agreement amending the Cotonou Agreement for the second time | Συμφωνία για την τροποποίηση για δεύτερη φορά της συμφωνίας εταιρικής σχέσης μεταξύ της ομάδας κρατών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφετέρου |
allocation of speaking time | κατανομή χρόνου ομιλίας |
allocation of speaking time | κατανομή χρόνου αγόρευσης |
Asynchronous time-division multiplexing | Ασύγχρονη πολύπλεξη διαχωρισμού χρόνου.ΑΤDM |
at the appropriate time | εν ευθέτω χρόνω |
at the approximate time of | περίπου (circa) |
bait-time | διάλειμμα |
to be in regular full-time attendance at an educational establishment | φοιτώ κανονικά και με πλήρες πρόγραμμα σε εκπαιδευτικό ίδρυμα |
block check time | χρόνος ελέγχου ομάδας |
bond premium at time of reimbursement | βραβείο εξοφλήσεως |
Central European Time | ώρα Κεντρικής Ευρώπης |
compensatory time off | άδεια αντισταθμιστικού χαρακτήρα |
Convention for the Exemption of Hospital Ships, in Time of War, from The Payment of all Dues and Taxes Imposed for the Benefit of the State | Σύμβαση "περί πλωτών νοσοκομείων" |
dead time measure | Μέτρο νεκρού χρόνου |
decision not contested within the prescribed time-limit | απόφαση που δεν προσεβλήθη εντός της νομίμου προθεσμίας |
delivery lead time | χρόνος παράδοσης |
delivery time | χρόνος παράδοσης |
deployment time | χρόνος ανάπτυξης |
design times | χρόνοι σχεδιασμού |
Determination of flow time by use of a flow cup | Προσδιορισμός του χρόνου ροής με χρησιμοποίηση κυπέλλου ροής |
Divide time | Χρόνος διαίρεσης |
Effective dead time | Μέτρο νεκρού χρόνου |
to extend the time-limit for examination | παράταση της προθεσμίας εξέτασης |
extra time worked | συμπληρωματική παροχή |
fixed deposits/time deposits | κατάθεση τακτής προθεσμίας |
fixed deposits/time deposits | κατάθεση προθεσμίας |
for the time being | προσωρινός, ώς (pro tempore) |
full-time activity | πλήρης απασχόληση |
full-time activity | μερική απασχόληση |
Geneva Convention relative to the Protection of Civilian Persons in Time of War | Σύμβαση της Γενεύης "περί προστασίας των πολιτών εν καιρώ πολέμου" |
half-life time | τιμή χρόνου υποδιπλασιασμού |
hold-up time | χρόνος καθυστερήσεως |
in due time | εν ευθέτω χρόνω |
international time certain delivery | διεθνής ταχεία διανομή ταχυδρομείου |
Latest Arrival Time | τελευταία προθεσμία όσον αφορά την άφιξη |
leisure time | ελεύθερος χρόνος |
limitation of speaking time | περιορισμός χρόνου ομιλίας |
limitation of speaking time | περιορισμός χρόνου αγόρευσης |
limits in time-space complexity | περιορισμοί στην πολυπλοκότητα του χώρου-χρόνου |
maximum permissible time delay | μέγιστη επιτρεπτή χρονική καθυστέρηση |
maximum response time of the safeguards system | μέγιστος χρόνος απόκρισης του συστήματος ελέγχου διασφαλίσεων |
mean death time | μέσος χρόνος θανάτου |
Measurement of reverberation time in auditoria | Μέτρηση του χρόνου αντήχησης σε αίθουσες ακροατηρίου |
minimum cooling time | ελάχιστος χρόνος ψύξης |
moderation time | χρόνος πέδησης |
normal time | κανονικός χρόνος |
normal time | κανονική διάρκεια |
part-time activity | μερική απασχόληση |
part-time activity | πλήρης απασχόληση |
performance of full-time or part-time duties | ασκώ καθήκοντα με μειωμένο ή πλήρες ωράριο |
question time | χρόνος ερωτήσεων |
quick response time | ταχύς χρόνος αντίδρασης |
ramp time | χρόνος διάκλισης |
reaction time | χρονική αντίδραση |
Reference time | Χρόνος αναφοράς |
reinforced door with time-delayed opening mechanism | θωρακισμένη πόρτα που ανοίγει με μηχανισμό χρονικής καθυστέρησης |
setup time | χρόνος εγκατάστασης |
short-time employment | εργασία με μειωμένο ωράριο |
short-time working | εργασία με μειωμένο ωράριο |
sidereal time | αστρικός χρόνος |
sidereal time | αστρική ώρα |
slowing-down time | χρόνος πέδησης |
snack time | διάλειμμα |
specific, measurable, acceptable, realistic and time-frame | συγκεκριμένος, μετρήσιμος, εφικτός, ρεαλιστικός και χρονικά προσδιορισμένος |
specific, measurable, achievable, realistic and time-bound | συγκεκριμένος, μετρήσιμος, εφικτός, ρεαλιστικός και χρονικά προσδιορισμένος |
specific, measurable, achievable, realistic and time related | συγκεκριμένος, μετρήσιμος, εφικτός, ρεαλιστικός και χρονικά προσδιορισμένος |
specific, measurable, achievable, relevant and time-related | συγκεκριμένος, μετρήσιμος, εφικτός, ρεαλιστικός και χρονικά προσδιορισμένος |
standard time | πρότυπη ώρα |
standard time | επίσημη ώρα |
time ball | σφαίρα χρόνου |
time characteristic | χρονική χαρακτηριστική |
time characteristic | χαρακτηριστική χρόνου |
time constant range | περιοχή ελέγχου του αντιδραστήρα με τη σταθερά χρόνου |
time-consuming | χρονοβόρος |
time critical of a reactor | χρόνος κρισιμότητας ενός αντιδραστήρα |
time for compliance | προθεσμία εκτέλεσης |
time for performance | προθεσμία εκτέλεσης |
time from tap to tap | διάστημα μεταξύ δύο τροφοδοτήσεων |
time from tap to tap | διάρκεια κύκλου επεξεργασίας |
time fuse | εγκαιροφλεγής πυροσωλήνας |
time fuse | ακαριαίος εκρηκτικός πύραυλος |
time limit | αποσβεστική προθεσμία |
time limit for transposition | προθεσμία μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο |
time management system | σύστημα διαχείρισης του χρόνο |
time of climb, duration of ascent | χρόνος ανόδου |
Time-of-day clock | Χρονιστής ημερήσιας ώρας |
time off | ελεύθερος χρόνος |
time-of-flight method | μέθοδος του χρόνου πτήσης |
time-of-flight technique | μέθοδος του χρόνου πτήσης |
time or recording of distributed transactions | χρόνος καταχώρησης των διανεμητικών συναλλαγών |
time or recording of financial transactions | χρόνος καταχώρησης των χρηματοοικονομικών συναλλαγών |
time period | χρονική περίοδος |
time period | εύρος χρόνου |
time recording system | σύστημα καταγραφής χρόνου |
time recording system | προτύπων |
time scanning device | διάταξη σαρώσεως χρόνου |
time sharing operations | δυνατότητα διαμερισμού του χρόνου; εργασίες διαμερισμού του χρόνου |
time sharing option | δυνατότητα διαμερισμού του χρόνου; εργασίες διαμερισμού του χρόνου |
time signal | σήμα ώρας |
time signal | σήμα χρόνου |
time-weighted average | χρονοσταθμισμένος μέσος όρος |
time weighted average | χρονικά σταθμισμένη μέση τιμή |
time window | χρονικό διάστημα |
time window | παράθυρο χρόνου |
Trans-European Automated Real-Time Gross settlement Express Transfer system | διευρωπαϊκό αυτοματοποιημένο σύστημα ταχείας μεταφοράς κεφαλαίων σε συνεχή χρόνο |
travelling time | οδοιπορική άδεια |
turn-around time | χρονική διάρκεια συντηρήσεως |
turnover time | χρόνος επαναφοράς |
User time quota | Ποσοστό χρόνου χρήστη |