DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject General containing term | all forms | exact matches only
EnglishGreek
action programmes for long-term institution-building and staff developmentπρογράμματα δράσεων για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη των θεσμών και του προσωπικού
both during and after their term of officeκατά τη διάρκεια της θητείας τους και μετά την λήξη αυτής
complex termσύμπλοκος όρος
compound termσύνθετος όρος
delivery dates and price termsκλιμάκωση των παραδόσεων και όροι των τιμών
European Cooperation for the Long-term In Defenceπρωτοβουλία στον τομέα στρατιωτικής έρευνας και τεχνολογίας
European Cooperative Long-Term Initiative for Defenceπρωτοβουλία στον τομέα στρατιωτικής έρευνας και τεχνολογίας
fixed term assuranceασφάλιση δήλης ημέρας terme fixe
general termγενικός όρος
Long Term Defence Programmeμακροπρόθεσμο αμυντικό πρόγραμμα
long-term hazardμακροχρόνιος κίνδυνος
long term illness schemeσύστημα μακροχρόνιων ασθενειών
long-term jobμόνιμη θέση εργασίας
long-term population trendμακροπρόθεσμη δημογραφική τάση
may cause long-term adverse effects in the aquatic environmentΡ53
may cause long-term adverse effects in the aquatic environmentμπορεί να προκαλέσει μακροχρόνιες δυσμενείς επιπτώσεις στο υδάτινο περιβάλλον
may cause long-term harmful effects in the aquatic environmentμπορεί να προκαλέσει μακροχρόνιες δυσμενείς επιπτώσεις στο υδάτινο περιβάλλον
may cause long-term harmful effects in the environmentμπορεί να προκαλέσει μακροχρόνιες δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον
Medium-term social action programmeΜεσοπρόθεσμο πρόγραμμα κοινωνικής δράσης
mid-term evaluationενδιάμεση αξιολόγηση
mid-term evaluation reportενδιάμεση έκθεση αξιολόγησης
mid-term reviewενδιάμεση αξιολόγηση
permitted termεπιτρεπόμενος όρος
plurivalent termπολυδύναμος όρος
polysemic termπολυδύναμος όρος
presumption of compatibility expressed in terms of market shareτεκμήριο συμβατότητας εκφραζόμενο σε μερίδια της αγοράς
programme for six-month term in Council chairεξαμηνιαίο πρόγραμμα της προεδρίας
pure term life assuranceκαθαρή ασφάλιση έναντι κινδύνου θανάτου
reintegration of the long-term unemployedεπανένταξηστην αγορά εργασίαςτων επί μακρόν ανέργων
short term exposure limitόριο βραχυπρόθεσμης έκθεσης
Short Term Exposure Limit valueτιμή STEL
Short Term Exposure Limit valueοριακή τιμή βραχυπρόθεσμης έκθεσης
short-term financial assistanceβραχυπρόθεσμη οικονομική βοήθεια
short-term limits/excursion limitόριο βραχυπρόθεσμης έκθεσης
short-to medium term enrichment serviceβραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες υπηρεσίες εμπλουτισμού
status of third-country nationals who are long-term residentsκαθεστώς διαμένοντος μακράς διάρκειας υπέρ των υπηκόων τρίτων χωρών
technical termτεχνικός όρος
term of financial assetsπροθεσμία απαιτήσεων
term of officeθητεία
term of office of Membersδιάρκεια της εντολής
terms and conditions of loansόροι παροχής των δανείων
terms of referenceγενικοί όροι
the members of the Commission, during their term of office...τα μέλη της Eπιτροπής,...κατά τη διάρκεια της θητείας τους
the remainder of the term of officeο υπόλοιπος χρόνος της θητείας
the term of office of the members of the Commissionη θητεία των μελών της Eπιτροπής
tolerated termεπιτρεπόμενος όρος
transferred termμεταφορικός όρος
usual trade termsσυνήθεις εμπορικοί όροι
to wipe out short-term liabilitiesεξαλείφω τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις