DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject General containing oral | all forms | exact matches only
EnglishGreek
alcohol for oral consumptionπόσιμη αλκοόλη; αλκοόλη που προορίζεται ή είναι κατάλληλη για την ανθρώπινη κατανάλωση
Granules for oral solutionΚοκκία για πόσιμο διάλυμα
Granules for oral suspensionΚοκκία για πόσιμο εναιώρημα
Oral dropsΠόσιμες σταγόνες
Oral drops, emulsionΠόσιμες σταγόνες, γαλάκτωμα
Oral drops, solutionΠόσιμες σταγόνες, διάλυμα
Oral drops, suspensionΠόσιμες σταγόνες, εναιώρημα
Oral emulsionΠόσιμο γαλάκτωμα
Oral gelΠόσιμη γέλη
Oral gumΚόμμι από στόματος
Oral liquidΠόσιμο υγρό
Oral lyophilisateΕπιγλώσσιο δισκίο
oral part of the procedureπρoφoρική διαδικασία
Oral pasteΣτοματική πάστα
Oral powderΠόσιμη κόνις
oral presentationπροφορική παρουσίαση
oral proceduresπροφορικές διαδικασίες
oral solutionΠόσιμο διάλυμα
Oral suspensionΠόσιμο εναιώρημα
oral testπροφορική εξέταση
Powder and solvent for oral solutionΚόνις και διαλύτης για πόσιμο διάλυμα
Powder and solvent for oral suspensionΚόνις και διαλύτης για πόσιμο εναιώρημα
Powder for oral solutionΚόνις για πόσιμο διάλυμα
powder for oral suspensionΚόνις για πόσιμο εναιώρημα