DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject General containing normal | all forms | exact matches only
EnglishGreek
apart from normal replacementεκτός των τακτικών ανανεώσεων
area inaccessible during normal plant operationπεριοχή μη προσπελάσιμη κατά την ομαλή λειτουργία της εγκαταστάσεως
Crushed aggregates for normal concreteΘραυστά αδρανή για συνήθη σκυροδέματα
normal carry-over stockκανονικό απόθεμα μεταφοράς
normal compulsory winding upκανονική υποχρεωτική εκκαθάριση
normal fluctuation marginsκανονικά περιθώρια διακύμανσης
normal market conditionsσυνήθεις συνθήκες της αγοράς
normal net procedureδιαδικασία του filet
normal timeκανονικός χρόνος
normal timeκανονική διάρκεια
normal valueκανονική αξία
Revised General Arrangement for the Progressive Removal of Obstacles to Normal Competitive Conditions in the Shipbuilding IndustryΑναθεωρημένη Γενική Συμφωνία ή Αναθεωρημένος Γενικός Διακανονισμός για την προοδευτική άρση των εμποδίων στις ομαλές συνθήκες ανταγωνισμού της ναυπηγικής βιομηχανίας
the normal working week shall not exceed forty-two hoursη κανονική διάρκεια της εργασίας δεν δύναται να υπερβαίνει τις 42 ώρες την εβδομάδα